Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
Ερείδομαι
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Επίορκος
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
Ερίφης
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
Επιπεφυκώς
Επιπεφυκώς : ο λεπτός διαφανής βλεννογόνος που σκεπάζει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού.
Έρμα
Έρμα : το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος, για να ρυθμίζει την ισορροπία του.
Επιπολάζω
Επιπολάζω : πλέω πάνω στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω.
Ερπύστρια
Ερπύστρια : καθεμιά από τις δύο συνεχείς, αρθρωτές, εύκαμπτες και εξαιρετικά ανθεκτικές αλυσίδες ή ταινίες, που περνούν πάνω από τους τροχούς, συνήθως στρατιωτικού άρματος, επιτρέποντας την κίνηση του σε ανώμαλα εδάφη.
Επίρρωση
Επίρρωση : η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).
Επισείω
Επισείω : κραδαίνω (κάτι) απειλητικά, προκαλώ φόβο ή απειλή λέγοντας (κάτι).
Επιστητό
Επιστητό : αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσω της γνώσης και αποτελεί αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας.
Επίσχεση
Επίσχεση : η διακοπή μιας ενέργειας .
Επίταση
Επίταση : η αύξηση της εντάσεως.
Επιψαύω
Επιψαύω : αγγίζω ανεπαίσθητα, με ανάλαφρο τρόπο.
Επονείδιστος
Επονείδιστος : αυτός που προκαλεί όνειδος, ντροπή, αυτός που επισύρει την κατακραυγή, την απόρριψη ή τον στιγματισμό.
Επιζωοτία
Επιζωοτία : λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια, που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο
αριθμό κατοικίδιων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από το νόμο.