Εραλδικός : αυτός που σχετίζεται με τα οικόσημα και γενικότερα τα εμβλήματα.
Εράνισμα
Εράνισμα : τα αποτελέσματα συλλογής χωρίων, αποφθεγμάτων, γνωμών κ.λπ. από διάφορους συγγραφείς.
Εργώδης
Εργώδης : αυτός που απαιτεί αυξημένη ένταση δυνάμεων, που προκαλεί έντονη κόπωση.
Ερέα
Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
Επίνευση
Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
Ερείδομαι
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Επίορκος
Επίορκος : αυτός που καταπατεί, που αθετεί τον όρκο του.
Ερίφης
Ερίφης : ο πονηρός άνθρωπος, που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους.
Επιπεφυκώς
Επιπεφυκώς : ο λεπτός διαφανής βλεννογόνος που σκεπάζει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων και την εξωτερική επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού.
Έρμα
Έρμα : το συνολικό βάρος που προστίθεται σε σκάφος, για να ρυθμίζει την ισορροπία του.
Επιπολάζω
Επιπολάζω : πλέω πάνω στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω.
Ερπύστρια
Ερπύστρια : καθεμιά από τις δύο συνεχείς, αρθρωτές, εύκαμπτες και εξαιρετικά ανθεκτικές αλυσίδες ή ταινίες, που περνούν πάνω από τους τροχούς, συνήθως στρατιωτικού άρματος, επιτρέποντας την κίνηση του σε ανώμαλα εδάφη.
Επίρρωση
Επίρρωση : η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι).
Επισείω
Επισείω : κραδαίνω (κάτι) απειλητικά, προκαλώ φόβο ή απειλή λέγοντας (κάτι).
Επιστητό
Επιστητό : αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσω της γνώσης και αποτελεί αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας.
Επείσακτος
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.