Δίσημος : αυτός που έχει δύο σημασίες.
Δίνη
Δίνη : περιστριφική κίνηση νερού ή ανέμου, που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων.
Δισκάριο
Δισκάριο : λειτουργικό σκεύος, όπου τοποθετείται ο άγιος άρτος της προσφοράς κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Διογκώνω
Διογκώνω : μεγαλώνω, αυξάνω τον όγκο σε κάτι.
Διολισθαίνω
Διολισθαίνω : γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου.
Διομολόγηση
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
Διονυσιάζομαι
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
Διονυσιασμός
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
Διόραμα
Διόραμα : θέαμα κατά το οποίο τα όσα παριστάνονται δίνουν την ψευδαίσθηση του πραγματικού λόγω του κατάλληλου φωτισμού.
Διόρυξη
Διόρυξη : η εσκαφή, η διάνοιξη τάφρου, η κατασκευή διώρυγας.
Δικονομία
Δικονομία : το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, καθορίζοντας τα όργανα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής νομικής προστασίας στα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα.
Διηλεκτρικός
Διηλεκτρικός : αυτός που δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
Δικράνι
Δικράνι : γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο και χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
Διηνεκής
Διηνεκής : αυτός που διαρκεί για πάντα, χωρίς διακοπή.
Δίκωπος
Δίκωπος : αυτός που έχε δύο κουπιά.
Διηπειρωτικός
Διηπειρωτικός : αυτός που αναφέρεται σε δύο ή παραπάνω ηπείρους.