Χ’νιούμι (ρημ.) = ορμώ
Ψημέγκας
Ψημέγκας (ο) = μικρός, μαζεμένος ( απο το «ψημένο», γιατί κάθε τί που ψήνεται μαζεύει)
Χ’νέρι
Χ’νέρι (το) = πάθημα
Χλιάρ’
Χλιάρ’ (το) = κουτάλι (αρχ. ελλ. λεξη: «κοχλιάριον»)
Χουϊάζου
Χουϊάζου (ρημ.) = μαλώνω, επιπλήττω
Χαλεύου
Χαλεύου (ρημ.) = ζητάω
Χπιούμι
Χπιούμι (ρημ.) = χτυπιέμαι
Χατάς
Χατάς (ο) = κακό συμβάν
Χαραΐ
Χαραΐ (η) = πρωΐ, αυγή
Χαΐρ’
Χαΐρ’ (το) = προκοπή
Χαμάλα
Χαμάλα (η) = κάρο με ένα άλογο για μεταφορές
Χόλμπας
Χόλμπας (ο) = λαίμαργος
Χτινάκια
Χτινάκια (τα) = οι κατώτεροι μεσόπλευροι μύες
Χαϊρσΐζ’
Χαϊρσΐζ’ (ο) = αχαϊρευτος, ανεπρόκοπος
Διευθυντικός
Διευθυντικός : αυτός που σχετίζεται με τον διευθυντή ή τη διεύθυνση.
Διεύρυνση
Διεύρυνση : η αύξηση του εύρους και η επέκταση (γεωγραφική) στο χώρο.