Διένεξη : έντονη αντιπαράθεση.
Διεπίδραση
Διεπίδραση : η αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία, πρόσωπα, συστήματα πληροφορικής και χρήστες.
Διαφορίζω
Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
Διαχρονία
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
Διατελώ
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
Διαχρωμία
Διαχρωμία : τεχνική για την μετατροπή του ασπρόμαυρου φιλμ σε έγχρωμο.
Διατίμηση
Διατίμηση : ο προκαθορισμός και έλεγχος του ανώτερου ορίου τιμής των εμπορευμάτων.
Διβάνι
Διβάνι : η αίθουσα συνενδριάσεων της κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Διατιμώ
Διατιμώ : προκαθορίζω το ανώτερο όριο (τιμής ή αμοιβής).
Διβολίζω
Διβολίζω : οργώνω για δεύτερη φορά, για να καταστραφούν τα ζιζάνια.
Διατομή
Διατομή : η κοπή, η διαίρεση σε δύο μέλη.
Διατονικός
Διατονικός : αυτός που σχετίζεται με μείζονα ή ελάσσονα μουσική κλίμακα, που αποτελείται από πέντε μουσικούς τόνους και δύο ημιτόνια.
Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.