Διατομή : η κοπή, η διαίρεση σε δύο μέλη.
Διατονικός
Διατονικός : αυτός που σχετίζεται με μείζονα ή ελάσσονα μουσική κλίμακα, που αποτελείται από πέντε μουσικούς τόνους και δύο ημιτόνια.
Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Μακαριστός , μακαρίτης , αξιομακάριστος
Το αρχαιοπρεπές μακαριστός κατά κυριολεξίαν σημαίνει αυτός που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος, χρησιμοποιείται για αποθανόντες ιερωμένους πχ “Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος” .
Για τους μη ιερωμένους χρησιμοποιείται το μακαρίτης, που με τον θάνατό του γλύτωσε από τα βάσανα της ζωής. Επίσης συχωρεμένος, πεθαμένος. Μακαρίτης κατά κυριολεξία σημαίνει ευτυχισμένος. Από το αρχαίο μάκαρ, από όπου και το μακάριος.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείται εκτός από το μακαριστός, η λέξη αξιομακάριστος.
Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = δουλειά
Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = τρόπος
Τίλος
Τίλος (ο) = ξύλινη τάπα βαρελίου με
τρύπα στο κέντρο
Τζιριμές
Τζιριμές (ο) = τεμπέλης, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος
Φρίγουμι
Φρίγουμι (ρημ.) = τρομάζω
Φουκαλνώ
Φουκαλνώ (ρημ.) = σαρώνω, σκουπίζω. Σημαίνει όμως και καθαρίζω κάποιον, σκοτώνω
Φουρλιάζου
Φουρλιάζου (ρημ.) = πετάω κάτι π.χ. στα σκουπίδια
Φυράδα
Φυράδα (η) = χαραμάδα σε ξύλο, σχίσιμο
Φιλίτσα
Φιλίτσα (η) = φέτα ψωμίου
Τσιγκλίζου
Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω