Φαρμακουμένους (επιθ.) = πικραμένος
Τζουγκαλνώ
Τζουγκαλνώ (ρημ.) = χτυπώ π.χ. την πόρτα
Τσαρκαλνώ
Τσαρκαλνώ (ρημ.) = πιτσιλώ
Τσαγκαρλίθρις
Τσαγκαρλίθρις (οι) = σπίθες
Τσιαρές
Τσιαρές (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου τσιαρέν» : κάνω συνφωνία, τα βρίσκω, κοιτάω την δουλεία μου
Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = δουλειά
Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = τρόπος
Τίλος
Τίλος (ο) = ξύλινη τάπα βαρελίου με
τρύπα στο κέντρο
Τζιριμές
Τζιριμές (ο) = τεμπέλης, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος
Σουφίζουμι
Σουφίζουμι (ρήμ.) = σκαρφίζομαι, σκαρόνω κάτι με το μυαλό μου
Σουρούκι
Σουρούκι (το) = μύτη
Σπλινίζουμι
Σπλινίζουμι (ρημ.) = ζηλεύω, λιμπίζομαι
Σχ΄τιά
Σχ΄τιά (τα) = κουβέρτες
Σώπα κι μούλουνι
Σώπα κι μούλουνι (έκφραση) = σώπα και μή μιλάς, με την ένοια, «πάλι καλά, υπάρχουν και χειρότερα»
Σιντούκι
Σιντούκι (το) = φέρετρο
Σκαρκάλι
Σκαρκάλι (το) = ακρίδα