Σουλταρής (o) = ανεπρόκος (άτακτος που τριγυρνάει συνεχώς)
Σιαρσιάρου
Σιαρσιάρου (η) = δροσιστική βροχή
Σιαρσιαρίζου
Σιαρσιαρίζου (ρημ.) = δροσίζω
Σουλτόχιονο
Σουλτόχιονο (το) = έντονη χιονόπτωση
Σπουρλίτ΄
Σπουρλίτ΄ (το) = σπουργίτι
Συλλουΐζουμι
Συλλουΐζουμι (ρημ.) = σκέφτομαι, προβληματίζομαι
Σπάζου
Σπάζου (ρημ.) = τρυπώ με βελόνα, καρφίτσα
Σ΄μά
Σ΄μά = κοντά
Σαλβέτα
Σαλβέτα (η) = πετσέτα
Σάνα
Σάνα (γυν.όνομα) = Άννα
Σανούκου
Σανούκου (γυν.όνομα) = Άννα
Σουφράς
Σουφράς (o) = τραπεζομάντηλο ή και στρογγυλό χαμηλό τραπέζι
Σουφίζουμι
Σουφίζουμι (ρήμ.) = σκαρφίζομαι, σκαρόνω κάτι με το μυαλό μου
Διασάλευση
Διασάλευση : το να αναστατώνει , να αναταράσσει κανείς επικίνδυνα
Διάταση
Διάταση : το τέντωμα στο έπακρο
Διασαφώ
Διασαφώ : παρέχω διευκρινίσεις σε συγκεκριμένο θέμα