Σουφράς (o) = τραπεζομάντηλο ή και στρογγυλό χαμηλό τραπέζι
Σουφίζουμι
Σουφίζουμι (ρήμ.) = σκαρφίζομαι, σκαρόνω κάτι με το μυαλό μου
Σουρούκι
Σουρούκι (το) = μύτη
Σπλινίζουμι
Σπλινίζουμι (ρημ.) = ζηλεύω, λιμπίζομαι
Σχ΄τιά
Σχ΄τιά (τα) = κουβέρτες
Σώπα κι μούλουνι
Σώπα κι μούλουνι (έκφραση) = σώπα και μή μιλάς, με την ένοια, «πάλι καλά, υπάρχουν και χειρότερα»
Σιντούκι
Σιντούκι (το) = φέρετρο
Σκαρκάλι
Σκαρκάλι (το) = ακρίδα
Στραβός
Στραβός (επιθ.) = τυφλός, αυτός που δεν βλέπει καλά
Σουλταρής
Σουλταρής (o) = ανεπρόκος (άτακτος που τριγυρνάει συνεχώς)
Σιαρσιάρου
Σιαρσιάρου (η) = δροσιστική βροχή
Σιαρσιαρίζου
Σιαρσιαρίζου (ρημ.) = δροσίζω
Σουλτόχιονο
Σουλτόχιονο (το) = έντονη χιονόπτωση
Διασκευάζω
Διασκευάζω : επιφέρω τροποποιήσεις σε καλλιτεχνικό έργο λόγου ή μουσικής
Διασπαθίζω
Διασπαθίζω : κατασπαταλώ , ξοδεύω απερίσκεπτα και χωρίς φειδώ
Διαστίζω
Διαστίζω : τοποθετώ σε κείμενα σημεία στίξεως , γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα.