Διατείνομαι : προβάλλω τον ισχυρισμό.
Διασείω
Διασείω : τραντάζω , σείω δυνατά
Διάσελο
Διάσελο : το μονοπάτι που αποτελεί δίοδο μεταξύ βουνών. Μεταφορικά : το μεταίχμιο.
Διασίδι
Διασίδι : το νήμα που χρησιμοποιείται ως στημόνι στον αργαλειό
Διασκεδασμός
Διασκεδασμός : ο άτακτος διασκορπισμός
Διασκέπτομαι
Διασκέπτομαι : συνεδριάζω με σκοπό τη λήψη αποφάσεων
Διασκευάζω
Διασκευάζω : επιφέρω τροποποιήσεις σε καλλιτεχνικό έργο λόγου ή μουσικής
Διασπαθίζω
Διασπαθίζω : κατασπαταλώ , ξοδεύω απερίσκεπτα και χωρίς φειδώ
Διαστίζω
Διαστίζω : τοποθετώ σε κείμενα σημεία στίξεως , γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα.
Διάστικτος
Διάστικτος : ο γεμάτος στίγματα
Διάστιχο
Διάστιχο : το τυπογραφικό διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αράδες . Η ειδική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία
Διαστολέας
Διαστολέας : το ιατρικό εργαλείο για τη διάνοιξη των τοιχωμάτων της στοματικής κοιλότητας ( τραχήλου της μήτρας , οισοφάγου κλπ.)
Διάτα
Διάτα : η διαταγή
Διαρρηγνύω
Διαρρηγνύω : δημιουργώ ρήγμα σε συμπαγή επιφάνεια , σχίζω βίαια , ανοίγω βίαια , παραβιάζω κλειστό χώρο
Διάταγμα
Διάταγμα : (γενικά ) έγγραφη εντολή από υψηλά ιστάμενη αρχή
Διαρρήδην
Διαρρήδην : χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές