Διάτανος : ο διάβολος
Ρουγκαλνώ
Ρουγκαλνώ (ρημ.) = ρεύομαι
Σουντώ
Σουντώ (ρημ.) = ορμώ
Συ’ίζουμι
Συ’ίζουμι (ρημ.) = συνγχίζομαι, στενοχωριέμαι. Συνήθως απο αιφνίδιο γεγονός
Σιβαίνου
Σιβαίνου (ρημ.) = μπαίνω μέσα
Σ’νί
Σ’νί (το) = ταψί
Σαλτανάτι
Σαλτανάτι (το) = περηφάνεια
Σιούσκα
Σιούσκα (η) = καρούμπαλο
Σιούκλα
Σιούκλα (η) = κουκουνάρα
Στιβάλια
Στιβάλια (τα) = μπότες.
Σιαϊτάντς
Σιαϊτάντς (ο) = το έξυπνο ταχύτατο παιδί. Διαβολάκος
Σ’χαρίκια
Σ’χαρίκια (τα) = καλές ειδήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ευχάριστες περιπτώσεις π.χ. αρραβώνες
Στινούρα
Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι. π.χ. « ή στενούρα τ΄ Νταϊρούσ΄»
Ρίχνουμι
Ρίχνουμι (ρημ.) = πηδώ
Σακκούλ’
Σακκούλ’ (το) = Η σχολική τσάντα απο χοντρό πανί ή υφαντό. Την κρεμούσαν στον ώμο. Το ίδιο έπαιρναν και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βάζουν μέσα τα «κόλιαντα» και τα «σούρβα»
Ρουκόνω
Ρουκόνω (ρημ.) = χώνω