Ριζέδες (οι) = μεντεσέδες
Συμπλ’ώ
Συμπλ’ώ (ρημ.) = αρχαία ελλ. «συμπιλώ = συμπιέζω»
Ρουγκαλνώ
Ρουγκαλνώ (ρημ.) = ρεύομαι
Σουντώ
Σουντώ (ρημ.) = ορμώ
Συ’ίζουμι
Συ’ίζουμι (ρημ.) = συνγχίζομαι, στενοχωριέμαι. Συνήθως απο αιφνίδιο γεγονός
Πέρπιρας
Πέρπιρας (ο) = πεταλούδα.
Παστός
Παστός (ο) = χοιρινό λίπος
Πάλιαγκας
Πάλιαγκας (ο) = αράχνη
Πιτλίδες
Πιτλίδες (οι) = κοζανίτικοι λουκουμάδες αλλα πλατύτεροι και μεγαλύτεροι, πασπαλισμένοι με μπόλικη ζάχαρη
Πογκοφωλιά
Πογκοφωλιά (η) = ιστός αράχνης, αραχνοφωλιά
Πλατάρια
Πλατάρια (τα) = φτερά
Παμπόρι
Παμπόρι (το) = χαρταετός
Πλόχιρου
Πλόχιρου (το) = χούφτα
Πατίκια
Πατίκια (τα) = ξύλινα τσόκαρα με λαστιχένιο λουρί
Παγουτή
Παγουτή (η) = κρύο, δρυμί ψύχος
Παραλαλώ
Παραλαλώ (ρημ.) = παραμιλώ στον ύπνο