Παραλαλώ (ρημ.) = παραμιλώ στον ύπνο
Πουτιόλ’τς
Πουτιόλ’τς (ανδρ.όνομα) = Αποστόλης
Παρέκεια
Παρέκεια (έκφραση) = πιό πέρα, παραπέρα
Πουρδουκλιά
Πουρδουκλιά (η) = τρικλοποδιά
Πίπ’κα
Πίπ’κα (επιρ.) = τα πίπκα = μπρούμητα
Πιρδικλόνουμι
Πιρδικλόνουμι (ρημ.) = μπευρδεύωμαι, σκοντάφτω
Πάσα μερά
Πάσα μερά (εκφραση) = κάθε ημέρα
Πιλιγόδους
Πιλιγόδους (ο) = κουλούρα απο χοντρό και σπειροειδώς τυλιγμένο πανί που την έβαζαν στο κεφάλι για να στηρίζει το σινί
Πέτ’νους
Πέτ’νους (ο) = κόκορας
Παπ’χάτ’
Παπ’χάτ’ = από κάτω
Πραχαλνώ
Πραχαλνώ (ρημ.) = τρώω, καταβροχθίζω
Πουλιμώ
Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά
Παρα σ’καλνώ
Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Πιντάργια
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Ξιάφ’
Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
Πασβάν’τς
Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας