Ξυλέϊν΄ους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Ξικώ
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
Νισιάν’η
Νισιάν’η (το) = κακοκαιρία
Νησ’ κουσύν’
Νησ’ κουσύν’ (η) = πείνα
Νταικόνουμι
Νταικόνουμι (ρημ.) = πιάνομαι, στηρίζομαι
Ντουρντούκια
Ντουρντούκια (τα) = ταξίδια, εκδρομές, σεργιάνια.
Η λέξη ενέχει και κάποια κοροϊδευτική έννοια σ΄ αυτόν που απευθύνεται
Νταλακιάζω
Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω
Νεμιτσιά
Νεμιτσιά (η) = η Αυστρία
Νουβουρός
Νουβουρός (ο) = αυλή
Νάχτ’
Νάχτ’ (το) = τα μετρητά που δίνονταν σαν μέρος της προίκας
Νιμπιλμπί
Νιμπιλμπί (το) = στραγάλια
Ντουρλάπι
Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Νημόρ’
Νημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος
Νουτίζου
Νουτίζου (ρημ.)= υγραίνομαι
Νάρκλα
Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού