Διαπρύσιος : Αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
Διαμήκης
Διαμήκης : Αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος κάποιου πράγματος.
Διαπυούμαι
Διαπυούμαι : μαζεύω πύον (στην πληγή).
Διαμονητήριο
Διαμονητήριο : Η άδεια παραμονής.
Διάπυρος
Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Διανόημα
Διανόημα : Αυτό που στοχάζεται.
Διανοουμενίστικος
Διανοουμενίστικος : Αυτός που μιμείται τα χαρακτηριστικά διανοουμένου, αυτός που χαρακτηρίζεται από επίφαση κουλτούρας.
Διάνος
Διάνος : Το πουλί γάλος, η αρσενική γαλοπούλα.
Διάνυσμα
Διάνυσμα : Το ευθύγραμμο τμήμα που ξεκινά από συγκεκριμένο σημείο και έχει ορισμένη φορά.
Διαξιφισμός
Διαξιφισμός : Η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφη.
Διαπεραιώνω
Διαπεραιώνω : Μεταφέρω από τη μια όχθη στην άλλη, από ένα λιμάνι σε άλλο.
Μασλάτι
Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο
Μπακράτσι
Μπακράτσι (το) = μεγάλο μαγειρικό σκεύος συνήθως χάλκινο