Μακφαρά (η) = το ανδρικό μόριο
Δείλι
Δείλι : το δειλινό.
Ζεβλωμένος
Ζεβλωμένος : Λυγισμένος.
Διαρμίζομαι
Διαρμίζομαι : καθαρίζω, τακτοποιώ.
Ζερβά
Ζερβά : Αριστερά.
Δίφορος
Δίφορος : Αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο.
Ζεύκι
Ζεύκι : Διασκέδαση.
Δέτης
Δέτης : Γκρεμός.
Ζήση
Ζήση : Ζωή.
Δικιολογιά
Δικιολογιά : Το σόι.
Ζόρε
Ζόρε : Δυσκολία, ζόρι.
Δρασκελίζω
Δρασκελίζω : Περπατάω με μεγάλο βήμα.
Έγγαλο
Έγγαλο : Το ζώο που βγάζει γάλα.
Εγούγια
Εγούγια : Αλοίμονο.
Εβάρηκα
Εβάρηκα : Χτύπησα , πληγώθηκα , τραυματίστηκα.
Εβγαρσιά
Εβγαρσιά : Έξοδος.