Κόμπους = χρησιμοποιείται η έκφραση «έναν κόμπουν » = μια σταλιά, ελάχιστα
Μουφλιούϊζ’
Μουφλιούϊζ’ = κουτοπόνηρος
Λαχούρ’
Λαχούρ’ (το) = μακρύ μαντήλι, κασκόλ
Λιμαρά
Λιμαρά (η) = γιακάς
Λουζγιάζου
Λουζγιάζου = μπερδεύω
Λιαούντ’ς
Λιαούντ’ς (ο) = ο μικρόσωμος αλλά έξυπνος και αεικίνητος
Λιακούτια
Λιακούτια (τα) = άνοστα, νερόβραστα φαγητά
Λαγκιόλια
Λαγκιόλια (τα) = λοξές πιέτες
Λιμπαντές
Λιμπαντές (ο) = γυναικείο πουκάμισο, κεντημένο, με μανίκια
Λουντίνια
Λουντίνια (τα) = μεταξωτά υφαντά προσόψια με δαντέλα γύρω που τα χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση
Διακονία
Διακονία : Η υπηρεσία, η αφοσίωση σε συγκεκριμένη αποστολή.
Διακορεύω
Διακορεύω : Προκαλώ ρήξη του παρθενικού υμένα, κάνω μια γυναίκα να χάσει την παρθενιά της.
Διάκοσμος
Διάκοσμος : Το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την διακόσμηση ενός χώρου.
Διακριτός
Διακριτός : Αυτός που μπορεί να τον διακρίνει κανείς, να γίνει εύκολα αντιληπτός, ευδιάκριτος.
Διακυβεύω
Διακυβεύω : Θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή επιχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα.
Διακωμωδώ
Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.