Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Διάζευξη
Διάζευξη : Ο διαχωρισμός ή η διάσπαση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τα δεσμά συγκεκριμένης ενώσεως.
Διαλείπω
Διαλείπω : Αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται.
Διάζομαι
Διάζομαι : Στήνω το στημόνι στον αργαλειό, πριν αρχίσω την ύφανση.
Διαλεύκανση
Διαλεύκανση : Η εξιχνίαση (ζητήματος), η άρση όλων των ασαφειών, των σκοτεινών σημείων του, ώστε να είναι πλέον ξεκάθαρο, διαυγές.
Διαθέτης
Διαθέτης : Αυτός που ρυθμίζει με διαθήκη πως θα διατεθεί η περιουσία του.
Διάλιθος
Διάλιθος : Αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους.
Διαθλώ
Διαθλώ : Σπάζω σε δύο σημεία, χωρίζω στην μέση.
Διαμείβομαι
Διαμείβομαι : Ανταλλάσσομαι.
Διαθρυλώ
Διαθρυλώ : Διατυμπανίζω, φημολογώ.
Διαμερίζω
Διαμερίζω : Χωρίζω και μοιράζω σε μερίδια.
Διακαής
Διακαής : Αυτός που είναι ιδιαίτερα θερμός, ώστε να βιώνεται με πολύ έντονο τρόπο.
Διαμετακομίζω
Διαμετακομίζω : Μεταφέρω (εμπορεύματα) μέσω τρίτης χώρας, που συνιστά συγκοινωνιακό κόμβο.
Διάκενο
Διάκενο : Το κενό διάστημα μεταξύ δύο επιφανειών ή σημείων.
Διακόνημα
Διακόνημα : Η υπεύθυνη εργασία, που αναθέτει ο ηγούμενος της μονής σε κάθε μοναχό του μοναστηριού.
Διακονία
Διακονία : Η υπηρεσία, η αφοσίωση σε συγκεκριμένη αποστολή.