Διάδικος : Καθένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σε δικαστικό αγώνα από τη θέση είτε του κατηγορούμενου, είτε του κατηγόρου.
Διαβλητικός
Διαβλητικός : Αυτός που λειτουργεί συκοφαντικά, μέσω του οποίου εκτοξεύεται διαβολή.
Διαδοσίας
Διαδοσίας : Αυτός που διασπείρει ανυπόστατες ειδήσεις και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες με αποτέλεσμα την πρόκληση αναστάτωσης, ανησυχίας.
Διαβλητός
Διαβλητός : Αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί.
Διαδρομιστής
Διαδρομιστής : Πρόσωπο που κινείται στους διαδρόμους (κυβερνητικών κτηρίων) προσπαθώντας να επηρεάσει τις αποφάσεις υπέρ των συμφερόντων του.
Διαβολέας
Διαβολέας : Αυτός που διατυπώνει διαβολές εναντίον άλλων.
Διαβολή
Διαβολή : Η διατύπωση ανυπόστατης κατηγορίας (εις βάρος κάποιου).
Διαβολικότητα
Διαβολικότητα : Η διαβολικά ύπουλη διάθεση ή συμπεριφορά.
Διαβουκολώ
Διαβουκολώ : Παραπλανώ με ψεύτικες ελπίδες, δημιουργώντας ψευδείς εντυπώσεις.
Διάβρωση
Διάβρωση : Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος.
Διαγγελέας
Διαγγελέας : Αυτός που μεταφέρει μηνύματα.
Κρέχτο
Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό
Κουτσιαλουμένου
Κουτσιαλουμένου (επιθ.) = παγωμένο, κοκαλομένο
Κανάτ’
Κανάτ’ (το) = παραθυρόφυλλο
Κάν’ καντίπουτας
Κάν’ καντίπουτας (επιρ.) = τίποτα
Κιπέγκ’
Κιπέγκ’ (το) = ξύλινος πάγκος φούρνου που αραδιάζανε τα ψωμιά, πεζούλι