Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Δήλος
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βατσιναμάτης: αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα).
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Ανάπλαγο: ακαλλιέργητος αγρός, η πλαγιά.
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Απανοβαρτάς: ρουφιάνος, ανέντιμος.
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Απόκειας : έπειτα, μετά .
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Αράσω : ορμώ από αγάπη .
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βάλια : τα βάσανα
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαλίδικος: εύφορος , γόνιμος , καρποφόρος
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρδαλές: μέρος αδιαπέραστο, φράγμα αδιάβατο
3 Ιουλίου, 2006Κρητικό Γλωσσάριο
Βαρμένος: τοποθετημένος, ταχτοποιημένος