Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
Βάγκα
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
Βάλια
Βάλια : τα βάσανα
Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Δασονόμος
Δασονόμος :ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.
Δερβέναγας
Δερβέναγας: ο αρχηγός του σώματος ενόπλων που φρουρούσαν τους δημόσιους χώρους και κυρίως τις διαβάσεις των βουνών.
Δασοπονία
Δασοπονία: κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την εφαρμογή των πορισμάτων της για τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων προς όφελος του ανθρώπου
Δερβένι
Δερβένι: στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά.
Δασύλλιο
Δασύλλιο: μικρό δάσος