Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
Κουρμάδα
Κουρμάδα (η) = κακότυχη, καϋμένη
Κατσιούλα
Κατσιούλα (η) = μάλλινο σκουφί
Καϊπχιώνου
Καϊπχιώνου = κρύβω κάτι ασφαλώς
Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Δαιμονόληπτος
Δαιμονόληπτος: αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.
Δαιμονομανής
Δαιμονομανής :αυτός που είναι προσκολλημένος στη λατρεία του δαιμόνου
Δαμάλα
Δαμάλα :νεαρή και μεγαλόσωμη αγελάδα
Δαμάλι
Δαμάλι: νεαρός ταύρος ή μοσχάρι