Αρνεύω : ηρεμώ
Ζγκούβω
Ζγκούβω (ρημ.) = σκύβω
Ζιόλια
Ζιόλια (γυν. Ονομα) = Θεοδώρα
Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Ζ’γκρανώ
Ζ’γκρανώ (ρημ.)= γρατσουνώ
Ζαΐφ’κος
Ζαΐφ’κος (επιθ.) = αδύναμος, ελαττωματικός
Ζ’γόνου
Ζ’γόνου (ρημ.)= πλησιάζω, φτάνω
Αμνώγω
Αμνώγω : ορκίζομαι
Ζντρόμπλα
Ζντρόμπλα (η) = η αγριόπαπια
Αμολέρνω
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Ζ’νάρι
Ζ’νάρι (το) = φαρδί μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι
Αμπλά
Αμπλά : αδελφή
Ζγκούραβου
Ζγκούραβου (το) = βρώμικο, λερωμένο
Αμπώθω
Αμπώθω : σπρώχνω
Ζαράλ’
Ζαράλ’ (το) = κουσούρι, πάθηση
Αναβαστώ
Αναβαστώ : υποβαστάζω, στηρίζω