Αποδεινιάζομαι: δέχομαι κάτι με στεναχώρια
Ζάφτ’
Ζάφτ’ (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου ζάφτ΄» μαζεύω τα χρήματα, κάνω διαχείριση
Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα
Ζγιάζου
Ζγιάζου (ρημ.) = ζυγίζω. Επίσης επιφέρω χτύπημα αφού σημαδέψω κάτι από μακριά με όπλο, σφεντόνα, πέτρα
Ζούφλου
Ζούφλου (η) = καμωματού, χαριτωμένη. προέρχεται απο την αρχαία λέξη «συλφίς»
Αρνεύω
Αρνεύω : ηρεμώ
Ζγκούβω
Ζγκούβω (ρημ.) = σκύβω
Ζιόλια
Ζιόλια (γυν. Ονομα) = Θεοδώρα
Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Ζ’γκρανώ
Ζ’γκρανώ (ρημ.)= γρατσουνώ
Ζαΐφ’κος
Ζαΐφ’κος (επιθ.) = αδύναμος, ελαττωματικός
Ζ’γόνου
Ζ’γόνου (ρημ.)= πλησιάζω, φτάνω
Αμνώγω
Αμνώγω : ορκίζομαι
Ζντρόμπλα
Ζντρόμπλα (η) = η αγριόπαπια
Αμολέρνω
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Ζ’νάρι
Ζ’νάρι (το) = φαρδί μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι