Γριντιά (η) = δοκός της στέγης. μεταφορικά και για ψηλό στήν κατασκευή άνθρωπο ή ξεροκέφαλο και δύστροπο άνθρωπο
Γκαβός
Γκαβός (ο) = τυφλός
Γκάλτσα
Γκάλτσα (η) = καρακάξα, κάργα
Γιλιός
Γιλιός (ο) = καμπούρα
Γκαρνώτας
Γκαρνώτας (επιθ.) = ψηλολαίμης, άσχημος
Γκούσπα
Γκούσπα (η) = περίττωμα αγελάδας
Γούρμασμα
Γούρμασμα: ωρίμανση
Γρόνθος
Γρόνθος: γροθιά
Γούτος
Γούτος :το αρσενικό περιστέρι.
Γράδο
Γράδο: όργανο μετρήσεως της πυκνότητας υγρού.
Γραιγολεβάντες
Γραιγολεβάντες: ο άνεμος που η φορά του είναι μεταξύ ανατολικής και βορειοανατολικής κατευθύνσεως.
Γραίγος
Γραίγος :ο βορειανατολικός άνεμος.
Γραιγοτραμουντάνα
Γραιγοτραμουντάνα : ο άνεμος μεταξύ βόρειας και βορειανατολικής κατεύθυνσης.
Γραΐδιο(ν)
Γραΐδιο(ν) : η μικρόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα , γριούλα.
Γραικύλος
Γραικύλος: ο Έλληνας που είναι ανάξιος της εθνικής του παραδόσεως , ο ξεπεσμένος , παρηκμασμένος Έλληνας , συνήθως δουλοπρεπής προς τους ξένους
Γραμματοκομιστής
Γραμματοκομιστής: ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει την αλληλογραφία στους παραλήπτες