Γλεύκος: χυμός που βγαίνει από το πάτημα των σταφυλιών , ο μούστος.
Γόμος
Γόμος: οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γέμισμα . Το κάθε είδους φορτίο για υποζύγια ή πλοία.
Γλίνα
Γλίνα: το λίπος κρέας κυρίως χοιρινού , το οποίο με το βρασμό αποβάλλεται ως ζωική , λιπαρή και γλοιώδης ουσία και είτε επικάθεται σε επιφάνειες σκευών είτε κρουστοποιείται καθώς κρυώνει.
Γόμφος
Γόμφος : το καρφί.
Γλίσχρος
Γλίσχρος: για χρηματικά ποσά , αυτός που δεν επαρκεί για την κάλυψη των δεδομένων αναγκών . Αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πολυτέλειας , αφθονίας , από οικονομική στενότητα.
Γλοιός
Γλοιός: κάθε παχύρρευστη κολλώδης ή γλοιώδης ουσία , η λιπαρή βρομιά που έχει γλοιώδη υφή.
Γλυκάδι
Γλυκάδι: το ξύδι.
Γλυκάδια
Γλυκάδια : οι εσωτερικοί αδένες που έχουν τα αρνάκια και μοσχαράκια γάλακτος στον λαιμό και μαγειρεμένα θεωρούνται εξαιρετικός μεζές ή ορεκτικό.
Γλύφανο
Γλύφανο: σφηνοειδές εργαλείο με κοφτερή κόψη στην άκρη της λεπίδας του , που παρασκευάζεται από ατσάλι και χρησιμοποιείται για κόψιμο ή σμίλευση ξύλου.
Γλυφή
Γλυφή; Η λάξευση σκληρής ύλης , η χάραξη σκληρής επιφάνειας , κυρίως για τη δημιουργία γλυπτής παράστασης .
Γλυφός
Γλυφός: αυτός που έχει τη χαρακτηριστική γεύση της θαλασσινής αλμύρας , που είναι ελαφρώς αλμυρός.
Γλωσσαλγία
Γλωσσαλγία: στην ιατρική είναι ο πόνος στη γλώσσα . Μεταφορικά σημαίνει η ενοχλητική , κουραστική και υπερβολική σε διάρκεια ομιλία , η περιττή πολυλογία.
Άκαπνος
Άκαπνος : αυτός που δεν πολέμησε.
Ακρόμακρα
Ακρόμακρα : μακριά, στην άκρη πέρα .
Ακροζυγιάζουνται
Ακροζυγιάζουνται ; έτοιμοι να πετάξουν .
Ακροπατείς
Ακροπατείς : περπατείς στις άκρες, στις γωνιές κρυφά.