Εμφαίνω : προβαίνω στη δήλωση, φανερώνω.
Εναγής
Εναγής : αυτός που φέρει πάνω του άγος, που βαρύνεται με ανόσια πράξη και τις
συνέπειες της.
Εμαγιέ
Εμαγιέ : σκεύος που η επιφάνεια του καλύπτεται από μια υαλώδη ουσία είτε για
διακοσμητικούς λόγους είτε για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας τους.
Εναγκαλισμός
Εναγκαλισμός : η στενή και τρυφερή περίπτυξη.
Εμβαπτίζω
Εμβαπτίζω : βυθίζω κάτι σε υγρό, ώστε να καλύπτεται πλήρως από αυτό.
Εναίσιμος
Εναίσιμος : η πρωτότυπη επιστημονική πραγματεία, που επισήμως υποβάλλεται προς
έγκριση από πτυχιούχο πανεπιστημίου στα αρμόδια όργανα ή πρόσωπα του
πανεπιστημίου με σκοπό την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος.
Έμβασμα
Έμβασμα : η εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό
δικαιούχου.
Ενάλιος
Ενάλιος : αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που ανήκει ή ζει σε αυτήν.
Εμβοή
Εμβοή : το αίσθημα που δημιουργεί στα αφτιά ένας ήχος.
Ενασμενίζομαι
Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
Εκφορά
Εκφορά : η απομάκρυνση προς τα έξω.
Έκφρων
Έκφρων : αυτός που βρίσκεται εκτός εαυτού.
Εκών
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Ελατόπισσα
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Ελαύνω
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Ελεεινολογώ
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.