Αγλακιχτής : δρομέας.
Αδιάρμιστος
Αδιάρμιστος : ακατάστατος , αταχτοποίητος .
Γιοργάνι
Γιοργάνι (το) = πάπλωμα
Βραγκαλνώ
Βραγκαλνώ = πληρώνω
Γίνκλα (η)
Γίνκλα (η) = δερμάτινο λουρί που περνούσε κάτω απο την κοιλία του ζώου και στήριζε το σαμάρι
Βιρβιρίζομαι
Βιρβιρίζομαι = πονάω, αισθάνομαι οξύ καυστικό πόνο
Γκιζιρνώ
Γκιζιρνώ (ρημ.) = τριγυρνάω
Βαΐζου
Βαΐζου = γέρνω ή ξαπλώνω πρόχειρα για έναν σύντομο ύπνο
Γαρδαλώνου
Γαρδαλώνου (ρημα) = σκαλίζω κάτι με το δάχτυλο
Βιρανές, Βιράνγκους (ο)
Βιρανές, Βιράνγκους (ο) = άχρηστος, επιβλαβής, γρουσούζης και θηλυκό η βιρανιά.!!
Γούτσιος
Γούτσιος(ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Βαρόσι (το)
Βαρόσι (το) = το κέντρο της πόλης. Μεταβυζαντινή λέξη που προέρχεται μάλλον απο την Ουγγρική λέξη Varos = άστυ
Βίλα (η)
Βίλα (η) = πηρούνι (ουγγρική λεξη)
Βαένι (το)
Βαένι (το) = βαρέλι
Βαρέλα (η)
Βαρέλα (η) = μεγάλο βαρέλι κρασίου
Βερέφ΄κα (επίρημα)
Βερέφ΄κα (επίρημα) = λοξά