Γκανταλνώ (ρημ.) = γαργαλώ
Γκλιαρώνω (ρημ.)
Γκλιαρώνω (ρημ.) = πνίγω
Γινατιάζουμαι (ρημ.)
Γινατιάζουμαι (ρημ.) = θυμώνω
Γραπατσώνουμι
Γραπατσώνουμι (ρημ) = πιάνομαι, καθηλώνομαι κάπου με τα νύχια μου
Γκουργκιλώ
Γκουργκιλώ (ρημ.) = κυλώ
Γουμάρα
Γουμάρα (η) = γαιδούρα
Γιασμάκι
Γιασμάκι : καλύπτρα που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού και του προσώπου των Μουσουλμάνων γυναικών , για να μην εκτίθεται το πρόσωπό τους σε δημόσια θέα
Γεωτροπισμός
Γεωτροπισμός : η επίδραση που ασκεί η δύναμη της βαρύτητας στον καθορισμό της διεύθυνσης που παίρνει ένας φυτικός οργανισμός ως προς την επιφάνεια της γης κατά την ανάπτυξή του .
Γιατάκι
Γιατάκι : το στρώμα πάνω στο οποίο ξαπλώνει κανείς , το κρεβάτι.
Γηγενής
Γηγενής : αυτός που έχει γεννηθεί σε έναν τόπο , που ανήκει σε αυτόν ως ντόπιος κάτοικος.
Γιατροπορεύω
Γιατροπορεύω : παρέχω σε κάποιον πρώτες βοήθειες με πρόχειρα μέσα , μέχρι να έρθει ο γιατρός.
Γηθοσύνη
Γηθοσύνη : η μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση
Γιδάρης
Γιδάρης : αυτός που βόσκει γίδια , ο γιδοβοσκός.
Γήλοφος
Γήλοφος : χαμηλό χωμάτινο ύψωμα , λοφίσκος
Γινάτι – ινάτι
Γινάτι – ινάτι : το πείσμα , η ισχυρογνωμοσύνη
Γηραλέος
Γηραλέος : αυτός που έχει γεράσει και τα γηρατειά του έχουν αφήσει άσχημα σημάδια . Επίσης αυτός που εμφανίζει πρόωρα την όψη ηλικιωμένου