Γεροντοφιλία : η ερωτική επιθυμία νεαρών ατόμων για άτομα μεγάλης ηλικίας.
Γεροντοφοβία
Γεροντοφοβία : ο φόβος για τον ερχομό του γήρατος.
Γέσμαν
Γέσμαν : Ελληνικό «μαλιστάς». Αυτός που πάντα συμφωνεί και δέχεται τη γνώμη των ανωτέρων του , ανεξαρτήτως των προσωπικών του πεποιθήσεων , ο κόλακας , αυτός που λέει πάντα «ναι», «μάλιστα».
Γέτι
Γέτι : Θρυλικό ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων , που πιστεύεται ότι ζει στις υψηλές κορφές των Ιμαλαΐων και έχει τη μορφή πιθήκου ή αρκούδας.
Γεωγονία
Γεωγονία : θεωρία ή υπόθεση σχετικά με τη γένεση και τη διαμόρφωση της Γης.
Γεωδαισία
Γεωδαισία : κλάδος των εφαρμοσμένων μαθηματικών , που ασχολείται με τη μέτρηση του εμβαδού και του σχήματος μεγάλων εκτάσεων μιας χώρας , τον ακριβή προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων και την καμπυλότητα , το σχήμα και τις διαστάσεις της γήινης σφαίρας.
Γεωειδές
Γεωειδές : το σχήμα προς το οποίο πλησιάζει περισσότερο η Γη , που δεν είναι απόλυτα σφαιρικό , αλλά μάλλον ελλειψοειδές.
Γεωθερμία
Γεωθερμία : το σύνολο των θερμικών φαινομένων , που έχουν ως έδρα τους το εσωτερικό της γης.
Γεραρός
Γεραρός : αυτός που αξίζει τον σεβασμό.
Γεωκαρπία
Γεωκαρπία : το φαινόμενο κατά το οποίο οι καρποί ορισμένων φυτών ωριμάζουν κάτω από την επιφάνεια της γης .
Γέρας
Γέρας : το βραβείο , το έπαθλο.
Γεώμηλο
Γεώμηλο: η πατάτα.
Γέρμα
Γέρμα : η δύση του ηλίου , το ηλιοβασίλεμα.
Γεώμορο
Γεώμορο : το τμήμα της συγκομιδής που δίνει ο καλλιεργητής ως μίσθωμα στον ιδιοκτήτη του κτήματος.
Ανταργιάζουμαι
Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι
Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα