Εκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.
Ελμινθίαση
Ελμινθίαση : ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικούς σκώληκες στο έντερο.
Εκπώμαστρο
Εκπώμαστρο : το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίρεση πώματος.
Ελόγου
Ελόγου : αντί για τις αντωνυμίες εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.
Έκρυθμος
Έκρυθμος : αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε
στιγμή να ξεσπάσει.
Έλυτρο
Έλυτρο : μέρος ή σχηματισμός που περικλείεται στενά από μεμβράνη.
Εκτάδην
Εκτάδην : σε ξαπλωτή στάση, φαρδιά – πλατιά.
Εκτομίας
Εκτομίας : αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Εκτόπλασμα
Εκτόπλασμα : η ουσία, υποτίθεται ότι εκπέμπεται από το σώμα κάποιων “μέντιουμ”,
όταν αυτά βρίσκονται σε ύπνωση, κατά τη διάρκεια πνευματιστικής συγκέντρωσης και
από την οποία θεωρείται ότι σχηματίζονται είδωλα.
Έκφανση
Έκφανση : κάθε εκδήλωση σε συγκεκριμένο χώρο δραστηριοτήτων.
Εκφορά
Εκφορά : η απομάκρυνση προς τα έξω.
Έκφρων
Έκφρων : αυτός που βρίσκεται εκτός εαυτού.
Εκών
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Ελατόπισσα
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Έκδοτος
Έκδοτος : αυτός που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις απολαύσεις, στην
ικανοποίηση των αισθήσεων ή των παθών του.
Έκλυτος
Έκλυτος : αυτός που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες και δεν χαλιναγωγεί τα πάθη
του, ο ανήθικος.