Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Λεξικό – Γλωσσάρια (Σελίδα 73)

Λεξικό – Γλωσσάρια

Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.

Γαιόσακος

Γαιόσακος : σάκος γεμισμένος χώμα και ειδικότερα άμμο , που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πρόχειρων οχυρωμάτων , κυρίως σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Γαιότοιχος

Γαιότοιχος : ειδικής κατασκευής τοίχος από συμπιεσμένη σε καλούπια αργιλώδη λάσπη , χρησιμοποιούμενος κυρίως σε προσωρινές οχυρωματικές εγκαταστάσεις.

Βυθοκόρος

Βυθοκόρος : το πλωτό μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται σε υποβρύχιες εκσκαφές για την εκσκαφή του βυθού και τη διατήρηση του βάθους των καναλιών , ποταμών και λιμανιών , την αποκομιδή υλικών , την κατασκευή έργων και την περισυλλογή αντικειμένων αξίας.

Βυθοκόρηση

Βυθοκόρηση : η χρήση βυθοκόρου για την απομάκρυνση άμμου , βούρκου ή μολυσματικών προσμείξεων από το βυθό ποταμών , ακτών κ.ά.

Βύρσα

Βύρσα : το μεγάλης αντοχής δέρμα , που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάλυμμα εξαρτημάτων , μηχανών ή σκευών που φθείρονται λόγω τριβής .

Γαλακτόρροια

Γαλακτόρροια : η αυτόματη έκκριση γάλακτος από τους μαστούς , που δεν συνδέεται με τις φυσιολογικές συνθήκες γαλουχίας , συνήθως έπειτα από έκτρωση ή αποβολή.

Βυσσοδομώ

Βυσσοδομώ : ασχολούμαι με παρασκηνιακά σχέδια και μεθοδεύσεις υπονόμευσης ή συκοφάντησης κάποιου .

Βωλοκοπώ

Βωλοκοπώ : σπάζω τους βώλους χώματος που έχουν δημιουργηθεί από το όργωμα , διαλύω τους βώλους , κάνοντας το έδαφος λείο.