Βδελυγμία : το αίσθημα της ηθικής αποστροφής , της αηδίας
ΒΕΝΖΟΗ
Βενζόη : ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Α. Ινδίας και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική
ΒΕΛΤΙΩΣΙΜΟΣ
Βελτιώσιμος : αυτός που μπορεί να βελτιωθεί.
ΒΔΕΛΥΡΟΣ
Βδελυρός : αυτός που προκαλεί αηδία και αποστροφή
ΒΕΝΘΟΣ
Βένθος : ο βυθός των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών και συνεκδοχικά το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στους βυθούς των θαλασσών , των ποταμών και των λιμνών , σε αντίθεση προς το πλαγκτόν
ΒΕΛΤΙΩΤΙΚΟΣ
Βελτιωτικός : αυτός που συντελεί στην βελτίωση .
ΒΕΓΚΕΡΑ
Βεγκέρα : η βραδινή επίσκεψη και συγκέντρωση σε σπίτι ή στο ύπαιθρο για συναναστροφή και διασκέδαση , όπου προσφέρονται ποτά , γλυκίσματα ή και φαγητά
ΒΕΝΤΕΤΙΣΜΟΣ
Βεντετισμός : υπεροπτική και αυτάρεσκη νοοτροπία και συμπεριφορά
ΒΕΝΕΔΙΚΤΙΝΗ
Βενεδικτίνη : γαλλικό ηδύποτο ( λικέρ) , που παρασκευάζεται από διάφορα αρωματικά φυτά και έχει κίτρινο χρώμα .
ΒΕΔΕΣ
Βέδες : θρησκευτικά κείμενα που συνετέθηκαν στην Ινδία στη σανσκριτική γλώσσα κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και περιλαμβάνουν τέσσερεις συλλογές λειτουργικού περιεχομένου και τρία υπομνήματα των συλλογών
ΒΔΕΛΥΓΜΑ
Βδέλυγμα : οτιδήποτε προκαλεί αηδία , αποτροπιασμό
ΒΕΝΕΔΙΚΤΙΝΟΣ
Βενεδικτίνος : ο μοναχός του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου
ΒΑΣΚΑΝΤΗΡΑ
Βασκαντήρα : το φυλακτό που θεωρείται ότι αποτρέπει τη βασκανία .
ΒΑΣΤΑΖΟΣ
Βαστάζος : ο εργάτης ( συχνά ιθαγενής αχθοφόρος σε εξερευνητικές αποστολές ) που μεταφέρει αποσκευές , φορτίο .
ΒΑΤΕΥΩ
Βατεύω : ( για αρσενικό ζώο ) συνευρίσκομαι σεξουαλικά με θηλυκό ζώο .
ΒΑΤΙΣΤΑ
Βατίστα : το λεπτό λινό ύφασμα με πυκνή ύφανση .