Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη
φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν
αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Εκκύκλημα
Εκκύκλημα : σκηνικό μηχάνημα, ξύλινο τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο
παρουσιάζονταν στη σκηνή τα αποτελέσματα ορισμένων πράξεων, που θεωρείτο ασεβές
να διαδραματισθούν ενώπιον των θεατών.
Εισιτήριος
Εισιτήριος : αυτός με τον οποίο πιστοποιείται η ικανότητα ή αναγνωρίζεται η
δυνατότητα εισόδου, εισαγωγής.
Εκδορά
Εκδορά : το γδάρσιμο του δέρματος των ζώων για ποικίλες χρήσεις.
Εισορμώ
Εισορμώ : εισέρχομαι ξαφνικά με επιθετική διάθεση.
Εισπλέω
Εισπλέω : εισέρχομαι σε λιμάνι (για σκάφη).
Εισρόφηση
Εισρόφηση : η διείσδυση υγρών ή στερεών ουσιών στις αναπνευστικές οδούς, κυρίως
όταν δεν λειτουργούν τα λαρυγγικά αντανακλαστικά ή λόγω απότομης εισπνής.
Ειωθός
Ειωθός : οτιδήποτε επαναλαμβάνεται κατά σταθερή συχνότητα, η συνήθεια.
Εκάστοτε
Εκάστοτε : σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά.
Εκάτερος
Εκάτερος : ο καθένας από τους δύο, ο καθένας ξεχωριστά.
Εκατέρωθεν
Εκατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές ξεχωριστά, και από τη μία και από την άλλη.
Εκατομβή
Εκατομβή : απώλεια μεγάλου αριθμού ζώων από βίαιο θάνατο.
Εκατονταρχία
Εκατονταρχία : το αξίωμα και η θητεία του εκατοντάρχου.
Εκβάλλω
Εκβάλλω : ωθώ προς τα έξω, βγάζω έξω.
Εκβράζω
Εκβράζω : ωθώ προς τα έξω με την άνωση, με υπόγεια ρεύματα ή παλίρροια, βγάζω
στην ξηρά.
Εκβραχισμός
Εκβραχισμός : η απόσπαση και απομάκρυνση ή σύνθλιψη και διάλυση των βράχων.