Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
ΑΧΝΟΚΕΡΙ
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
ΑΨΙΘΥΜΟΣ
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
ΑΧΟΛΟΓΩ
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
ΑΨΙΚΟΡΟΣ
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
ΠΗΛΙΑ
Πηλιά: η πούλια .
ΠΙΑΝΕΙ ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ
Πιάνει (το δεντρί) : ευδοκιμεί .
ΠΟΔΟΜΕΝΟΣ
Ποδομένος: καταντημένος (ποδίδω) .
ΠΟΘΑΜΟΣ
Ποθαμός :ο θάνατος .
ΠΟΡΕΥΓΟΜΑΙ
Πορεύγομαι : προχωρώ, εδώ περνώ τη ζωή μου, διαβιώ .
ΠΟΡΠΑΤΗΞΑ
Πορπατηξά: περπάτημα .
ΠΑΝΤΙΔΙΕΡΟΣ
Παντιδιερός : βολικός .
ΠΑΡΑΒΟΛΗ
Παραβολή : η άκρη από το σπαρμένο χωράφι .
ΠΑΡΑΙΤΩ
Παραιτώ : εγκαταλείπω .
ΠΑΡΑΣΕΡΝΩ
Παρασέρνω : σκουπίζω .
ΠΑΡΑΤΗΡΗΜΑ
Παρατήρημα : η δεισιδαιμονική πρόληψη , η κακή ώρα, η φορτισμένη
από την επήρεια πονηρού πνεύματος .