Παρέκει : στην άκρη.
ΠΑΡΤΙΖΩ
Παρτίρω: υπομένω .
ΠΕΡΑΣΑ
Περασά : το πέρασμα .
ΠΕΜΠΩ
Πέμπω: στέλνω (πέψω: στείλω ).
ΑΦΘΟΡΟΣ
Αφθορος : αυτός που δεν έχει φθαρεί , που είναι ηθικός αγνός και αμόλυντος .
ΑΦΙΛΟΚΑΛΟΣ
Αφιλόκαλος : αυτός που δεν αγαπά το ωραίο , μη καλαίσθητος .
ΑΦΙΛΟΠΟΝΟΣ
Αφιλόπονος : αυτός που δεν αγαπά την εργασία .
ΑΦΙΟΝΙ
Αφιόνι : η παπαρούνα από την οποία παράγεται το όπιο .Μεταφορικά , καθετί το οποίο μπορεί να προκαλέσει πνευματικό λήθαργο , να στερήσει από κάποιον το δικαίωμα να σκέπτεται και να αποφασίζει ελεύθερα .
ΑΦΛΕΓΗΣ
Αφλεγής : αυτός που δεν πάιρνει φωτιά , ο άφλεκτος .
ΑΦΛΟΓΙΣΤΙΑ
Αφλογιστία : για όπλο, η μη ανάφλεξη του καψαλιού ή της γομόσεως όπλου έτοιμου να πυροδοτήσει παρά την πυροδότηση του αντίστοιχου μηχανισμού . Μεταφορικά , η έλλειψη της αποτελεσματικότητας ή ικανότητας επιτυχίας του στόχου .
ΑΦΟΡΜΙΖΩ
Αφορμίζω : δημιουργώ πυώδη φλεγμονή , προκαλώ μόλυνση και ερεθισμό της πληγής .
ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΣΤΗΣ
Αφροδισιαστής : αυτός που παρουσιάζει έντονη ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις .
ΑΦΤΙΑΖΟΜΑΙ
Αφτιάζομαι : στήνω αφτί να ακούσω , ακούω με προσοχή , ακούω τυχαία .
ΑΦΕΙΔΗΣ
Αφειδής : αυτός που παρέχεται σε αφθονία ( για μη έμψυχα ).
ΑΦΥΗΣ
Αφυής : αυτός που στερείται ευφυΐας , μη ευφυής .
ΑΦΕΙΔΩΛΕΥΤΟΣ
Αφειδώλευτος : αυτός που παρέχεται απλόχερα , χωρίς φειδώ.