Αστοχασιά : η απερισκεψία , η έλλειψη σύνεσης .
ΑΤΘΙΔΟΓΡΑΦΟΣ
Ατθιδογράφος : ο αρχαίος ιστοριογράφος που είχε ως αντικείμενο την ιστορία των Αθηνών .
ΑΣΤΟΧΗΜΑ
Αστόχημα : η αστοχία , η εσφαλμένη ενέργεια , πράξη ή λόγος που κακώς έγινε ή ειπώθηκε .
ΑΤΛΑΖΙ
Ατλάζι : λείο , γυαλιστερό ύφασμα από μετάξι καθαρό ή συνυφασμένο με λινό , μαλλί ή βαμβάκι .
ΜΠΑΤΑΛΕΥΓΩ
Μπαταλεύγω: γίνομαι άχρηστος λόγω φθοράς .
ΜΠΕΓΕΝΤΩ – ΙΖΩ
Μπεγεντώ -ίζω: εκτιμώ κάτι επειδή το θεωρώ όμορφο, θαυμάζω .
ΜΠΙΣΤΕΜΕΝΟΣ
Μπιστεμένος:ο έμπιστος.
ΜΠΟΡΑΣΜΕΝΟ
Μπορεσάμενο : δυνατόν.
ΜΠΡΟΣΠΟΔΙΑ
Μπροσπόδια : η κάτω μεριά του κρεββατιού (μπροστά στο σημείο όπου
αγγίζουν τα πόδια), όπου, για λόγους χώρου, τοποθετούσαν μαξιλάρια και
ξάπλωναν τα μικρότερα παιδιά .
ΝΕΦΑΛΑ
Νέφαλα και νέφη: τα σύννεφα .
ΝΤΑΓΙΑΝΤΩ – ΙΖΩ
Νταγιαντώ -ίζω: αντέχω .
ΝΤΟΡΜΠΑΣ
Ντορμπάς:το ταγάρι.
ΛΗΜΕΡΙΩ
Λημεριώ : περνώ την ημέρα μου .
ΛΟΧΗ
Λόχη : η ζέστη που εκλύεται από τη φωτιά .
ΜΑΖΩΧΤΡΑ
Μαζώχτρα : η εργάτρια για το μάζεμα των ελιών .
ΜΑΣΤΡΑΠΑΣ
Μαστραπάς: μεγάλο τσίγκινο κύπελλο .