Να μου το πάρης, Ύπνε μου, τρεις βίγλες θα του βάλω,
τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες, κ’ οι τρεις αντρειωμένοι.
Βάλλω τον ’Ηλιο στα βουνά, τον αετό στους κάμπους,
τον κυρ Βοριά το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
Ο Ήλιος εβασίλεψεν, ο αϊτός αποκοιμήθει,
κι ο κυρ Βοριάς ο δροσερός στης μάνας του πηγαίνει.
– Γιε μ’, που ’σουν χτες, πού ’σουν προχτές, που ’σουν την άλλην νύχτα;
Μήνα με τ άστρι μάλωνες, μήνα με το φεγγάρι, μήνα με τον αυγερινό, που ‘μεστ’ αγαπημένοι;
-Μήτε με τ’ άστρι μάλωνα, μήτε με το φεγγάρι,
μήτε με τον αυγερινό, όπου στ’ αγαπημένοι,
χρυσόν υγιόν εβίγλιζα’ς την αργυρή του κούνια.