Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο.
Συνέχεια »Πουτάνα – Κλέφτης
Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
Συνέχεια »Κώλος
Κώλος που κλάνει γιατρό δε φοβάται.
Συνέχεια »Μερεμέτα
Μερεμέτα και σκαπέτα.
Συνέχεια »Κουρουνιό
Μούντζω κατά του Κουρουνιού, σπάσανε οι μπογάνες.
Συνέχεια »Ακαμάτρα
Να ‘χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.
Συνέχεια »Γκαστρωμένη
Ντράπου η κόρη, βρέθει γκαστρωμένη.
Συνέχεια »Αγουροφάγος – Ρουμοφάγος
Ο αγουροφάγος έφαγε, ο ρουμοφάγος δεν έφαγε.
Συνέχεια »Λόγος
Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη.
Συνέχεια »Πρωτομυριστής – Πρωτικλαστής
Ο πρωτομυριστής και πρωτοκλαστής.
Συνέχεια »Φύλλα καρδιάς
Τέσσερα φύλλα έχει η καρδιά και τα έκανες κομμάτια από τις κόφτες σου τις ματιές απ τα καφέ σου μάτια
Συνέχεια »Σκότωσε την κότα με τα χρυσά αυγά
Η φράση χρησιμοποιείται για τους άπληστους και τους αχόρταγους. Αποδίδεται στον Αίσωπο ο οποίος αναφέρει, σε έναν από τους μύθους του, για τον άπληστο ιδιοκτήτη μιας κότας πού γεννούσε χρυσά αυγά. Όταν την σκότωσε για να πάρει όλο το χρυσό …
Συνέχεια »Μελητάκοι
Εγέμωσ΄ η καρδούλα μου τσούδια και μελητάκους και μου την εκουφήσανε κι είναι γεμάτη λάκκους.
Συνέχεια »Τα μυαλά σου και μια λίρα
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, υπήρχε στην Αθήνα ένας τεράστιος Αλβανός, πού ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Αυτός γύριζε στα σπίτια των Ελλήνων και εισέπραττε τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Κρατούσε μάλιστα στα χέρια του ένα ρόπαλο και απειλούσε ότι θα σπάσει το κεφάλι …
Συνέχεια »Δοξάρι
Παρακαλώ σε λυρατζή Δώσε το δοξάρι κι έπιασε πάλι στο χορό ένα καλό ζευγάρι.
Συνέχεια »Ψωροκώσταινα
Άλλη μια άθλια ονομασία πού είχαν δώσει στην χώρα μας. Η Ψωροκώσταινα ήταν μια ζητιάνα πού ζούσε στο Ναύπλιο την εποχή πού κυβερνούσε ο Καποδίστριας. Κάποιος θέλοντας να πει για την φτώχεια του Ελληνικού δημοσίου, το παρομοίασε με την πασίγνωστη …
Συνέχεια »