Σένα σοῦ πρέπει ἀφέντη μου καρέκλα καρυδένια
γιὰ ν᾿ ἀκουμπᾶ ἡ μέση σου ἡ μαργαριταρένια.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου στὰ πεύκια νὰ κοιμᾶσαι,
νὰ πίνεις, νὰ δροσίζεσαι καὶ πάλι ἀφέντης νἆσαι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ ἁρματώσεις,
καὶ τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ νὰ τὰ μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Πολλά ῾παμε τ᾿ ἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τσῆ κυρᾶς μας·
κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ μαυροματοῦσα,
πὤχεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθη
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ τὤχεις καμπανοφρῦδι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, βάλ᾿την νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς ῾φχηθοῦμε ὅλοι μας, ν᾿ ἀσπρίσει, νὰ γεράσει.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Κι ἂν ἔχεις γυιὸ στὰ γράμματα, βάλτονε στὸ ψαλτήρι,
νὰ τ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)