Μεγάλη συγχρονική ποικιλία παρατηρείται στην επιλογή μεταξύ των δύο ομόρριζων επιρρημάτων. Άλλοτε προτιμάται το απλώς, άλλοτε το απλά, αν και εμπειρικά υπάρχουν μαρτυρίες για την υπεροχή του απλά, κατά τη γενικότερη τάση για μετατροπή των επιρρημάτων που παράγονται από επίθετα στην κατάληξη -ά της δημοτικής, αντί για την διατήρηση της καθαρευουσιάνικης και αρχαίας σε -ώς.
Γεγονός πάντως είναι ότι υπάρχει ένας πολύ απλός τρόπος για να ξεχωρίζουμε τις δύο χρήσεις, και αντίστοιχα να επιλέγουμε τη μια ή την άλλη.
Έτσι, το απλώς σημαίνει «μόνο», όταν δηλαδή απομονώνει μια αναφερόμενη περίπτωση ή κατάσταση από άλλες, για να δηλώσει τη μοναδική παρουσία της αναφερόμενης, απουσία των άλλων:
π.χ.
σου στέλνω το μήνυμα απλώς για να σε ενημερώσω για την εκδήλωση (δεν στέλνω το μήνυμα για κανένα άλλο λόγο, π.χ. για να δεις αν γράφω με σωστή ορθογραφία, αλλά ΜΟΝΟ για να σου γνωστοποιήσω την ύπαρξη της εκδήλωσης).
Από την άλλη, το απλά δεν αναφέρεται σε απομόνωση μιας κατάστασης, αλλά δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι:
π.χ. να γράφεις απλά, χωρίς δύσκολες λέξεις, για να καταλαβαίνουν τί θέλεις να πεις.
Εδώ συστήνεται στον αποδέκτη του μηνύματος να γράφει με απλό τρόπο.
Μερικά ακόμη παραδείγματα:
Δώστε μου απλώς το κινητό σας (όχι το σταθερό σας τηλέφωνο ή άλλα στοιχεία, ΜΟΝΟ το κινητό)
Παίζει ποδόσφαιρο πολύ απλά, αλλά με χάρη στις κινήσεις του (ο τρόπος με τον οποίο παίζει ποδόσφαιρο έχει μια απλότητα. Δεν κάνει κινήσεις εξεζητημένες ή περίπλοκες με τη μπάλα)
Τί έκανες τόση ώρα; Κολυμπούσα απλώς (ήμουν μέσα στη θάλασσα και κολυμπούσα όλη την ώρα, χωρίς να κάνω κάτι άλλο)
Ενώ
κολυμπάω απλά (το στυλ με το οποίο κολυμπάω είναι πολύ απλό, δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο).