Εισαγωγή
H μυστική Αγγλοτουρκική συμφωνία της 4. Ιουνίου 1878 με τον αιματηρό σουλτάνο και εχθρό της χριστιανοσύνης , για την παραχώρηση της Κύπρου και η σύμπραξη και ένθερμη υποστήριξη των Αγγλων για την αναθεώρηση της Συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου της 3.Μαρτίου 1878 καθώς επίσης και η συνθήκη της 13η Ιουλίου 1878 του Βερολίνου, μαζί με το Νομοθετικό Συμβούλιο της Αγγλοκρατίας της Κύπρου που λάβαινε αποφάσεις σε βάρος των Ελληνοκυπρίων, μας προδίδουν τη βρωμερή διπλοπροσωπία των Αγγλων για τις σκοτεινές δυνάμεις της ανελευθερίας στο άρθρο: Αγγλοκρατία στην Κύπρο.
Προλεγόμενα
Οι Αγγλοι μεταρρύθμισαν το νομοθετικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον αρμοστή, έξι μόνιμα μέλη, υπαλλήλους της Κυβέρνησης και δώδεκα αιρετά μέλη, εκ των οποίων τα τρία ήσαν μωαμεθανοί και εννέα Έλληνες ορθόδοξοι, το οποίο έδινε πάντα στους Αγγλους κυβερνητικούς, συνεργαζόμενους πάντοτε με τα τρία οθωμανικά μέλη, την πλειοψηφία απέναντι των εννέα ελληνικών, που αποτελούσαν πάνω του 80% του κυπριακού πληθυσμού…, και παρόλα αυτά οι Αγγλοαμερικανοί προώθησαν και αργότερα τα συμφέροντά τους, τόσο στην συμφωνία Ζυρίχης, που αποβλέπει στο βέτο της τουρκικής μειονότητας, όσο και στο σχέδιο Ανάν που αποβλέπει ισοτιμία των δύο εθνικοτήτων και μη ανεξάρτητες αποφάσεις, με την απαραίτητη συνεργασία της μειονότητας των Τούρκων και αυτά τα βήματα περιορίζουν την ελεύθερη και αδέσμευτη πολιτική ενός ελεύθερου Κράτους, όπως της Κύπρου, ακόμα και για τις ουσιώδεις αποφάσεις των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και περί των ξένων βάσεων στην Κύπρο.
Η Μεγάλη Βρετανία εξαγοράζει την Κύπρο και εγκαθιστά ένα εξαρτώμενο Συμβούλιο – Τα τεχνάσματα της διπλοπροσωπίας της βρετανικής πολιτικής !
Μετά τον ρωσσοτουρκικό και τις νίκες που είχε επιτύχει η Ρωσία εναντίον των Τούρκων, συνάφθηκε η γνωστή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της 3 Μαρτίου 1878, η οποία υπεστήριζε τόσο πολύ τα συμφέροντα της Ρωσίας και της θεωρούμενης έκτοτε ως κυριότερης της δορυφόρου Βουλγαρίας στη Βαλκανική Χερσόνησο, έτσι ώστε διαμαρτυρήθηκε η Μεγάλη Βρετανία και αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη συνθήκη αυτή.Τότε συνήλθε το Συνέδριο του Βερολίνου το οποίο αναθεώρησε ριζικά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου της 13 Ιουλίου 1878.
Οι ισχυρισμοί των Αγγλων κατά της συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου έγιναν μόνο και μόνο μετά από προηγούμενη μυστική συνεργασία Αγγλίας και Τουρκίας με ανταλλάγματα την Κύπρο. Αντιλαμβανόμαστε, γιατί ο τότε ο Αγγλος πρωθυπουργός λόρδος Βήκονφηλντ ( Ντισραέλι) είπε, ότι ο κύριος σκοπός ήτανε να εμποδιστεί η σλαβική φυλή, όπως ταράσσει την ευρωπαϊκή ειρήνη και ότι τέθηκαν με την συνθήκη αυτή φραγμοί στην πραγματοποίηση των σλαβικών ονείρων, παραγκωνίσθηκαν όμως σχεδόν τελείως τα ελληνικά δίκαια.
Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης αυτής του Βερολίνου οι σύνεδροι κατεπλάγησαν κυριολεκτικά όταν γνωστοποιήθηκε ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε υπογράψει με την Υψηλή Πύλη την 4. Ιουνίου 1878 την συνθήκη αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, δηλαδή της Αγγλίας και της Τουρκίας δια της οποίας η Αγγλία επέτυχε από τον σουλτάνο την εκχώρηση της Κύπρου, όπως αυτή κατέχεται και διοικείται υπό της Αγγλίας για να δυνηθεί να εκπληρώσει τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις προς προστασία της Υψηλής Πύλης από του κινδύνου ρωσικών επιθέσεων, έτσι έπρεπε να κατέχει μια στρατιωτική θέση ευρισκόμενη πλησίον της Μικράς Ασίας και της Συρίας. Η Αγγλία ήτανε υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως στην Υψηλή Πύλη 87 686 αγγλικές λίρες ως τίμημα για την κατοχή της Κύπρου.
Τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη αυτής της εκπληκτικής αυτής συνθήκης διεξήγαγε κυρίως, κατ΄ εντολή του υπουργού εξωτερικών λόρδου Σώλσμπερυ, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Ωστεν Λαίϋαρντ με τον υπουργό των εξωτερικών Αβδούλ Χαμίτ του Δευτέρου Σαφβέτ πασά. Επιστολή του Αγγλου υπουργού των εξωτερικών προς τον πρεσβευτή της Κωνσταντινούπολης χρονολογουμένη από της 30 Μαϊου τους έτους εκείνου, τόνιζε ότι η Αγγλία δια να δυνηθεί να εκπληρώσει τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις προς προστασία της Υψηλής Πύλης από του κινδύνου ρωσικών επιθέσεων, έπρεπε να κατέχει μια στρατιωτική θέση ευρισκόμενη πλησίον της Μικράς Ασίας και της Συρίας.
Κατά την συνθήκη αυτή η Αγγλία θα κρατούσε την Κύπρο, διατηρούσα πάντοτε την εξάρτησή της, ψιλώ ονόματι, από τον σουλτάνον, εφ όσον καιρό η Ρωσία θα κρατούσε το Βατούμ και τις περιοχές του Καρς και του Αρδαχάν. Αν όμως η Ρωσία παρέδιδε τις περιοχές αυτές στην Τουρκία, θα έπρεπε τότε και η Αγγλία να παραδώσει σε αυτήν την Κύπρο.
Ασφαλώς όταν η συνθήκη αυτή γνωστοποιήθηκε, κατέπληξε τους ευρωπαϊκούς διπλωματικούς κύκλους, προκάλεσε και σε αυτήν την Μεγάλη Βρετανία ζωηρές συζητήσεις και επικρίσεις, οι οποίες και διάρκεσαν για αρκετά χρόνια.
Ενώ ο λόρδος Βήκονσφηλντ υπερηφανεύετο για την εξασφάλιση μιας τέτοιας νέας αποικίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε την συνθήκη αυτή, ομιλών την 18. Ιουλίου 1878 στη Βουλή των Λόρδων, έργον ειρήνης και πολιτισμού, πλείστοι όσοι Αγγλοι, μεταξύ των οποίων κυρίως ο αντίπαλος του Ντισραέλι μέγας Αγγλος φιλελεύθερος πολιτικός Γλάδστων, κατέκριναν απροκάλυπτα τη συνθήκη αυτή σε πολλές συζητήσεις, που έλαβαν χώρα στο αγγλικό κοινοβούλιο, είτε εκτός αυτού, τόσο λόγω των απαράδεκτων περιστάσεων που πραγματοποιήθηκε αυτή συ συνθήκη, όσο και λόγω της ελάχιστης συμβολής την οποίαν προσφέρει δια την ασφάλεια της Βρετανική Αυτοκρατορίας.
Ο Γλάδστων είπε επί λέξει ότι ο τρόπος με τον οποίο καταλήφθηκε είναι επαίσχυντος και αυτός δε ο τότε πρίγκιπας της Ουαλίας, μετέπειτα βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Ζ΄, είχε κατακρίνει την κατάληωη της Κύπρου. Είχε επικρατήσει η ελπίδα, ότι όταν διαδεχθεί την κυβέρνηση Βήκονφηλντ (Ντισραέλι) φιλελεύθερη κυβέρνηση, της οποίας οι υπουργοί αναγνώριζαν την ελάχιστη αξία της νήσου για την βρετανική Αυτοκρατορία, θα παρατιότανε η Αγγλία το δικαίωμα που αναγνωρίστηκε κάτω από τόσες περιέργους συνθήκες. Και όμως ο ίδιος υπουργός των Οικονομικών της κυβέρνησης εκείνης Χάρκουρ δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι είναι ευκολότερο να εισέλθει κανείς σε μια χώρα παρά να εξέλθει αυτής!! Μετά από αυτό δεν φαίνεται ότι αυτή η αρχή επεκράτησε σε πλείστες και μετέπειτα διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες συχνά, παρά τις πεποιθήσεις τους, διατήρησαν την βρετανική κυριαρχία πάνω στην Κύπρο.
Παρέκβαση
Το μοντέλο των εθνικών κρατών το 1878
Το μοντέλο των εθνικών κρατών της Δύσης περιέκλεινε και παρουσιάσεις ισότητας, που μπορούσαν να ερμηνευτούν με φιλελεύθερη πολιτική ή εθνική, ή ηθική λογική.
Έτσι πληροφορήθηκαν οι Έλληνες και Αρμένιοι χριστιανοί, αλλά επίσης και ʼραβες, Εβραίοι, Ασσύριοι και Αραμαίοι κατ΄ αρχάς διαμέσου φιλελεύθερων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων (1839, 1856), πολιτική χειραφέτηση. Μετά όμως και όταν το 1876 ο Abdul Hamid, ο κόκκινος και αιματηρός σουλτάνος ήρθε στην αρχή, επανέφερε την μοναδική λάμψη για χάρη της Οθωμανικής κυριαρχίας ακύρωσε λοιπόν το σύνταγμα, ακυρώθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, αυτό θα πει καμία νομική ισότητα των μη μουσουλμάνων. Με την αυτοσυγκέντρωση και ένωση όλων των μουσουλμανικών λαών εναντίον των απίστων Gavur ήλπιζε ο Abdul Hamid να επιδράσει αντίθετα, στην εσωτερική αποσύνθεση της αυτοκρατορίας του και να δέσει τις προσπάθειες ανεξαρτησίας των μουσουλμάνων Αράβων, Κούρδων, Αλβανών καθώς επίσης και άλλους λαούς.
0 αντιδραστικός σουλτάνος κυριάρχησε τριάντα χρόνια από το 1878-1909, προσπάθησε, να αποτρέψει τις κινήσεις ανεξαρτησίας των κούρδων, Αλβανών και Αράβων και άλλων λαών διαμέσου του στόχου του πανισλαμισμού. Οι χριστιανοί γι΄ αυτόν βρισκότανε σε δευτερεύουσα θέση και όλες τις κινήσεις περί ελευθερίας τους, άφησε να κατασταλούν με βαρβαρότητα και ήταν αιτία να καταχωρηθεί στην Ευρώπη με το επίθετο ο αιματηρός, κόκκινος σουλτάνος. 0ι Αρμένιοι ήτανε ιδιαίτερα σε αυτόν μισητοί, διότι εξαιτίας αυτών παρακινούσαν οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες για την εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων, που ήτανε οι Οθωμανοί υποχρεωμένοι και αξίωνε η Ρωσία στο Κογκρέσο του Βερολίνου, αφού είχε νικήσει την Τουρκία το 1878. Έλαβε όμως χώρα εκτεταμένο σκηνοθετημένο πογκρόμ και δολοφονήθηκαν χιλιάδες και χιλιάδες εξισλαμίστηκαν δια της βίας.
Για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων και ενσωμάτωση των μη μουσουλμανικών λαών, οι μεγαλύτεροι ήτανε οι Αρμένιοι και Έλληνες με κάθε έναν περίπου 2 εκατομμύρια, δεν είχε αυτός κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Η ελευθερία μετακινήσεων αυτών είχε κατασταλεί με αιματηρές επεμβάσεις και μετατράπηκαν σε θύματα της τουρκικής επιδίωξης για εθνική ομοιογένεια.
Κατ΄ αρχάς, όπως αναφέραμε η Ρωσία και από το Κογκρέσο του Βερολίνου από το 1878 επίσης και οι Δυτικές Δυνάμεις απαιτούσαν ένα ρόλο προτεκτοράτου για τους Οθωμανούς χριστιανούς. Από αυτήν την στιγμή αρχίζουν τα πρώτα πογκρόμε, Pogrome στους Αρμενίους. Σε αυτούς έβλεπαν πολλοί Τούρκοι από τώρα και μετά μία κύρια πηγή για τον μαρασμό του « άρρωστου άντρα στο Βόσπορο». Η σφαγή του 1894 και 1896 είχαν λάβει ως πρόφαση ένα πλακάτ του κόμματος Hntschak, αρχές του 1893, όπου καλούσαν από τη μια μεριά στη τουρκική γλώσσα τον μωαμεθανικό πληθυσμό σε εξέγερση εναντίον των καταπιεστών και από την άλλη μεριά την εξέγερση των Αρμενίων γεωργών, που είχαν τολμήσει να αμυνθούν με ένα φορολογικό μποϋκοτάζ και αργότερα με τα όπλα εναντίον ανυπόφορων κουρδικών πιέσεων που εκείνη η σφαγή οδήγησε σε 50.000 ενδεχομένως 300.000 νεκρούς
Κάτω από αυτούς και θύματα από αρρώστιες και πείνα, που έφερε σε πέρας την εξαφάνιση ολόκληρων χωριών. Επίσης και τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν οι καταδιώξεις του αρμενικού πληθυσμού.
Με αυτόν λοιπόν τον αντιδραστικό και αιματηρό σουλτάνο , που καταπολεμούσε τους χριστιανούς με βαρβαρότητα έκαναν μυστική Αγγλοτουρκική αμυντική συμφωνία για παραχώρηση της Κύπρου στους Αγγλους,, ενώ παρακινούσαν Ευρωπαίοι διπλωμάτες για την εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων, που ήτανε οι Οθωμανοί υποχρεωμένοι και αξίωνε η Ρωσία στο Κογκρέσο του Βερολίνου, αφού είχε νικήσει την Τουρκία το 1878. Τέλος της παρέκβασης
Θέλουμε ακόμα να τονίσουμε, ότι τη δυσφορία των πράγματι φιλελευθέρων Βρετανών για τη συνθήκη αμυντικής συμμαχίας μεταξύ της Αγγλίας και της Τουρκίας και την κατάκτηση της Κύπρου την οποία εξασφάλισε στη Μεγάλη Βρετανία, αύξησε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως στην Υψηλή Πύλη 87.686 αγγλικές λίρες ως τίμημα για την κατοχή της Κύπρου. Επαναλαμβάνονταν δηλαδή τοιουτοτρόπως για μια ακόμα φορά το τραγικό προηγούμενο της αγοροπωλησίας του μεσαίωνα σε βάρος του ελληνικού νησιού.
Αμέσως και με την πρώτη στιγμή της κατάκτησης της Κύπρου από την Μεγάλη Βρετανία δημιούργησε ζωηρά κίνηση της φιλελεύθερης κοινής γνώμης σε όλη την Ευρώπη υπέρ των δικαιωμάτων του πληθυσμού της Κύπρου. Από τότε και πέρα και ως σήμερα έγινε σαφές ότι εκείνο το οποίο παραδίνονταν έναντι ορισμένου τιμήματος από την Τουρκία στη Μεγάλη Βρετανία, δεν ήτανε απλώς μια τουρκική κτήση, αλλά μία ελληνική Νήσος ιστορικώς και εθνολογικώς ξένη προς την Τουρκία. Αν και οι Τούρκοι παρέμειναν στην Κύπρο ως κατακτητές 307 ολόκληρα χρόνια, αφού διαδέχθηκαν άλλους πολυάριθμους κατακτητές και αφού συνέχισαν συχνά με ακόμα αγριότερα μέσα τις απόπειρες εκείνων για την εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Νήσου ο πληθυσμός αυτός αποτελείτο την στιγμήν της σύναψης της αγγλοτουρκικής συνθήκης, κατά 77% από καθαρόαιμους Ελληνες και κατά 22% Τούρκους, σε αργότερη απογραφή 81% Έλληνες και 18% Τούρκους.
Η Κύπρος κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής
Το πρώτο νομοθετικό συμβούλιο αφ΄ ετέρου αποτελέστηκε από τρεις Αγγλους ανωτέρους υπαλλήλους της αρμοστίας, έναν Τούρκο από την Λευκωσία, έναν καθολικό από την Λάρνακα και έναν μόνον Έλληνα, τον Γεώργιο Γλυκήν από την Λευκωσία.
Το Συμβούλιο αυτό μεταρρυθμίστηκε το 1881, αποτελούμενο έκτοτε από τον αρμοστή, έξι μόνιμα μέλη, υπαλλήλους της κυβέρνησης και δώδεκα μέλη, εκ των οποίων τα τρία ήσαν μωαμεθανοί και εννέα ορθόδοξοι. Αυτή όμως η διαίρεση του νομοθετικού συμβουλίου, η οποία έδινε στους Αγγλους κυβερνητικούς, συνεργαζόμενους πάντοτε με τα τρία οθωμανικά μέλη, την πλειοψηφία απέναντι των εννέα ελληνικών, και δικαιολογούνταν από τους Βρετανούς ως οφειλόμενη στην επιθυμία των όπως μη υφίσταται η μωαμεθανική μειονότητα, την πίεση της ορθοδόξου πλειοψηφίας. (παρεμβολή: Σύγκρινε περαιτέρω και το βέτο της Τουρκικής μειονότητας στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και την ισονομία κατά 50% τον αποφάσεων στο σχέδιο Ανάν)
Στην πραγματικότητα όμως εμπόδιζαν ουσιαστικά κατάφορα την εξυπηρέτηση των επιθυμιών της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού της νήσου για οχτώ ολόκληρες δεκάδες ετών. Τα παράπονα, οι αξιώσεις, οι διαμαρτυρίες των Κυπρίων εναντίον της καθορισμένης βρετανικής διοίκησης άρχισαν να εκδηλώνονται πολύ νωρίς και με επιμονή και συστηματική υπόμνηση για την εκπλήρωση της θέλησης του κυπριακού λαού να βρει την μόνη δίκαια και επιβαλλόμενη εθνική του αποκατάσταση για την ένωση με την μητέρα Ελλάδα. Αρχικά οι κυβερνήσεις προέβαλλαν τη δικαιολογία ότι τα δικαιώματα επικυριαρχίας του σουλτάνου επί της νήσου της Κύπρου, τα οποία είχε αναγνωρίσει η αγγλοτουρκική συνθήκη του 1878, αποτελούσαν εμπόδιο για την ικανοποίηση των εθνικών πόθων των Κυπρίων.
Όταν το 1907 περιήλθε την Κύπρο ο νεαρός τότε υφυπουργός των Αποικιών Ουϊνστων Τσώρτσιλ, εξεδηλώθη κατά τρόπον κυριολεκτικά επιβλητικό ο πόθος των Κυπρίων για την ένωσή τους με την μητέρα Ελλάδα. Πόλεις και χωριά, από τα οποία πέρασε ο Αγγλος πολιτευτής, ήταν σκεπασμένα με τα χρώματα της ελληνικής μεγαλονήσου και δεν υπήρξε Κύπριος, ο οποίος να τον υποδεχθεί και ο οποίος να μην εκφράσει τον πόθο αυτό της ένωσης. Ο Ουϊνστων Τσώρτσιλ συγκινήθηκε και κατά την επίσημο δεξίωσή του από την κυπριακή βουλή, είπε αποτεινόμενος προς τους Έλληνες βουλευτές τα εξής: Νομίζω, ότι είναι απλώς φυσικό ο κυπριακός λαός, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής, να αποβλέπει προς την ένωση της νήσου του με εκείνο το οποίο αποκαλεί Μητέρα Πατρίδα, ως προς ένα ιδεώδες το οποίον φλογερώς και με αφοσίωση ποθεί. Το αίσθημα αυτό είναι εκδήλωση του πατριωτικού εθνικισμού, ο οποίος τόσο χαρακτηρίζει το ευγενές ελληνικό έθνος.
Πράγματι, όταν η Τουρκία, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, τάχθηκε στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας, η Μεγάλη Βρετανία ακύρωσε τη Συνθήκη της 4 Ιουνίου 1878 και προσάρτησε την 5. Νοεμβρίου 1914 στην Αυτοκρατορία τους το ελληνικό Νησί.
Η Κύπρος προσφέρεται στην Ελλάδα
Την 18 Οκτωβρίου 1915 η βρετανική κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ, επιθυμούσε να εξασφαλίσει την συμμετοχή της Ελλάδας στην οργανωμένη τότε εκστρατεία για την εκπόρθηση των στενών των Δαρδανελίων, προσέφερε με επίσημο έγγραφό της την Κύπρο στην Ελλάδα, υπό τον όρο αυτή να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της στο διεξαγόμενο αγώνα. Με την προϋπόθεση της άμεσης ελληνικής εισδοχής στον πόλεμο και ήτανε δυνατόν να βοηθήσει τους απειλούμενους Σέρβους, αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην ελληνική ουδετερότητα, αν και η Μεγάλη Βρετανία πρόσφερε την Κύπρο για την ελληνική εισδοχή στον πόλεμο.
Όταν πληροφορήθηκε η κοινή γνώμη την προδοσία του Κωνσταντίνου, ξέσπασε πολιτική κρίση στην Ελλάδα, παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος ο Βενιζέλος για την στάση του Βασιλιά την 7. Οκτωβρίου.
Μετά από λίγο καιρό η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά οι Βρετανοί δεν θεωρούσαν πλέον τους εαυτούς τους δεσμευμένοι από την προσφορά εκείνη και διότι από το 1916 η βρετανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να διατηρήσει οπωσδήποτε την Κύπρο, παρ΄ όλες τις αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες των Ελλήνων. Την 26 Οκτωβρίου 1920, ο υπουργός των αποικιών Αίμερυ απάντησε οριστικά πλέον στην κυπριακή πρεσβεία ότι η Αγγλία θα κρατήσει την Κύπρο και δεν δύναται να την εκχωρήσει στην Ελλάδα
.
Η συνθήκη της Λοζάννης, που δυστυχώς επήλθε μετά από τον μεμονωμένο ελληνοτουρκικό καταστροφικό πόλεμο και την κατάρρευση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία, ματαίωσε την Ελπίδα περί της Αυτοδιάθεσης της Κύπρου.
Οι Βρετανοί επέβαλαν στην συνθήκη της Λοζάννης, η οποία υπογράφτηκε την 24. Ιουλίου 1923, όπου η Τουρκία οριστικά και ανεπιφύλακτα, εγκατέλειψε όλα τα δικαιώματα επί της νήσου Κύπρου. Τον Μάρτιο του 1925 η Κύπρος ανακηρύχθηκε πλέον αποικία του Βρετανικού Στέμματος και διορίστηκε Βρετανός διοικητής, οι Κύπριοι όμως εξακολούθησαν αγωνιζόμενοι για την ικανοποίηση του ιστορικού τους πόθου της Ένωσης, όπου και η συμμετοχή των Κυπρίων στους εθνικούς πολέμους ήτανε μεγάλη και το ενωτικό κίνημα των Κυπρίων αγωνιστικό και παντοτινό.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα της Αγγλοκρατίας ήτανε η ειδική σύνθεση της κυπριακής βουλής, στην οποία η συνεργασία των μονίμων μελών και των εκπροσώπων της τουρκικής μειονότητας εξασφάλιζε πάντοτε την πλειοψηφία έναντι των Ελλήνων βουλευτών, οι τελευταίοι ήσαν πάντα υποχρεωμένοι να καταβάλλουν συντόνους προσπάθειες για να βρουν κάποια ευκαιρία απουσίας, ενός των Αγγλων ή Τούρκων εκπροσώπων και να επιτύχουν έγκριση των προτάσεών τους .
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου χιλιάδες Κύπριοι πολέμησαν εθελοντικά στην Ελλάδα και στο πλευρό των Βρετανών σε πολλά μέτωπα. Μετά τον πόλεμο η Βρετανία αρνείται στους Κυπρίους το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που είχε παραχωρήσει σε άλλους λαούς, όπως π.χ. τις Ινδίες, την Κεϋλάνη και τη Βιρμανία. Η μόνη σχεδόν χώρα εκ των βρετανικών αποικιών, η οποία δεν δικαιούτανε να ελπίζει στην αποκατάσταση των ελευθεριών της, φαίνονταν να είναι η Κύπρος.
Μετά όμως από την εξάντληση όλων των ειρηνικών και πολιτικών μέσων αξίωσης της αυτοδιάθεσης, αρχίζει το 1955 ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας ΕΟΚΑ. Οι Βρετανοί αντιδρούν με την εφαρμογή μέτρων έκτακτης ανάγκης, ιδρύουν κρατητήρια, όπου φυλακίζουν όσους θεωρούν ύποπτους για συμμετοχή στον αγώνα και γεμίζουν τις φυλακές με πολιτικούς κρατουμένους.
Οι αγωνιστές αντιμετωπίζουν φρικτά βασανιστήρια και απαγχονίζονται πληρώνοντας με τη ζωή τους για την αγάπη τους για την Πατρίδα και τα ιδανικά της ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Στη διάρκεια του αγώνα (1957-58), αρχίζουν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Μόλις άρχισε ο ένοπλος αγώνας το 1955 η Αγγλία καλεί την Ελλάδα και την Τουρκία σε τριμερή διάσκεψη για να συζητήσουν το θέμα.
Όμως είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κλήθηκε η Τουρκία με 18% Τουρκοκυπρίων σαν ισότιμος συνομιλητής για το Κυπριακό. Ακολουθούν ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959 και τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.
Λόγω το ότι η Βρετανία έχει στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο και επιθυμεί να τις παρατείνει αιώνια υποστηρίζει ένα σύνταγμα στην Κυπριακή Δημοκρατία που αποδείχτηκε ανεφάρμοστο, αλλά βοηθά και εξυπηρετεί με την ισότιμη απόφαση της μειονότητας των Τουρκοκυπρίων και του σχεδίου Ανάν τα μελλοντικά σχέδια της Βρετανίας για επέκταση και περαιτέρω διαμονής, των στρατιωτικών βάσεών της και πέραν της τακτής ημερομηνίας απόσυρσης.
Η σειρά περί Κύπρου συνεχίζεται … Η βιβλιογραφία θα γνωστοποιηθεί στο τέλος της σειράς