Το χαλί στη Μικρά Ασία
Χαλί με προσωπογραφία του Ελευθέριου Βενιζέλου
“Οι εξαγωγές χαλιών προς τη Δύση είχαν αρχίσει από τον 13ο αιώνα”
Οι εξαγωγές χαλιών προς τη Δύση είχαν αρχίσει από τον 13ο αιώνα, εποχή κατά την οποία μόνο οι ανώτερες τάξεις ήταν σε θέση να αγοράσουν χαλιά. Με την αύξηση της ζήτησης οι χριστιανοί έμποροι χαλιών απευθύνθηκαν στους ομόθρησκους τους πληθυσμούς σε περιοχές όπου η ταπητουργία ήταν άγνωστη, όπως στη Δυτική και Κεντρική Μικρά Ασία, στα Μύλασα, τα Άδανα, το Αφιόν Καρά Χισάρ, τα Βουρλά, την Κιουτάχεια, τη Φιλαδέλφεια, τη Σπάρτη, τη Σύλλη, αλλά και σε χωριά της Καππαδοκίας, όπως τη Νίγδη, τη Νεάπολη και την Καρβάλη.
Στους πρόποδες του Αντίταυρου, σ ένα οροπέδιο χιλίων εκατό (1.100) μέτρων με απέραντη φυσική ομορφιά στην Σπάρτη της Πισιδίας η Πολυτίμη Κιουρτσόγλου λέγεται ότι πρωτοδίδαξε στις κοπέλες την τέχνη του χαλιού και γι αυτό παρασημοφορήθηκε από τον Σουλτάνο. Μαζί με την Κατίνα Στύλογλου και τον αδελφό της Ιορδάνη χάραξαν τη μετέπειτα πορεία της ταπητουργίας στη Μικρά Ασία. Στη διεθνή αγορά έμεινε γνωστή ως «Σπάρτα», τουρκιστί ως «Σπάρτα Χαλισί».
Διαφημιστική αφίσα χαλιών “SPARTA”
στις αρχές του 20ου αι.
(Φωτό από τη συλλογή του Αντ. Μαίλλη).
Μετά το 1860 με τη δημιουργία της αστικής τάξης και τη συσσώρευση πλούτου αυξήθηκε το ενδιαφέρον για την απόκτηση ενός χειροποίητου χαλιού. Τότε η ζήτηση του μικρασιάτικου χαλιού κορυφώνεται και οι Έλληνες Μικρασιάτες πρωτοστατούν στην ανασυγκρότηση της ταπητουργίας. Δημιουργούνται νέα κέντρα ταπητουργίας από χριστιανούς εμπόρους τα οποία ευνοήθηκαν, γιατί δεν συνάντησαν τον ανταγωνισμό των μουσουλμάνων που περιορίστηκαν στα παλιά φημισμένα κέντρα, Ουσάκ, Γκιορντές, Κούλα, Λαντίκ, Πέργκαμα.
Οι Έλληνες δραστηριοποιούνται στην εμπορία και παραγωγή χαλιών, ιδρύουν εργοστάσια αλλά παίρνουν και παραγγελίες κατ’ οίκον. Μεγάλη είναι η ανάπτυξη στη Σπάρτη της Πισιδίας με πρώτους ταπητουργούς τους αδελφούς Δαμιανό και Ιορδάνη Στύλογλου, τον Πρόδρομο Γρηγοριάδη, το Δαμιανό, Σωκράτη και Φίλιππο Καχραμάνογλου, αλλά και τους αδελφούς Βαγγέλη και Νικόλαο Σουτζόγλου. Επτά χιλιάδες Έλληνες στη Σπάρτη, επτά χιλιάδες αργαλειά. Συγχρόνως στην Καππαδοκία, στον Πόρο, στη Σίλλη, στη Σινασσό, στο Προκόπι (Αλεξιάδης, Σουτζόγλου), στην Καισάρεια, στη Σεβάστεια (Sivas) και στην ευρύτερη περιοχή του εσωτερικού της Μικρασίας τ’ αργαλειά δουλεύουν ακατάπαυστα.
Η Κερμίρα ήταν από τα χωριά της Καππαδοκίας που δεν ανέπτυξαν την οικιακή ταπητουργία σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Όλα όμως τα σπίτια είχαν αργαλειό, ώστε η γυναίκα, παράλληλα με την εκπαίδευση στο Παρθεναγωγείο, να ετοιμάζει και το προικιό της, όπως έπρεπε σε μια καλή σύζυγο. Η παραγωγή και εμπορία των χαλιών αναμφισβήτητα ήταν στα χέρια των Ελλήνων σε όλη τη Μικρά Ασία και μάλιστα σε ποσοστό 90% Έλληνες, 8% Αρμένιοι και μόνο 2% Τούρκοι. Ώσπου το 1914 ένας σεισμός ξεκλήρισε τη Σπάρτη, ενώ στη Σμύρνη βρήκε όλους τους βιομήχανους η συμφορά της Μικρασιατικής τραγωδίας.