Αν και το κριτήριο της φορολογικής βάσης έχει μεγάλη λειτουργική χρησιμότητα, ιδιαίτερα κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού ..και όχι μόνο … , συνήθως χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά και κάποια άλλα κριτήρια, περισσότερο περιεκτικά, έτσι ώστε να αποδώσουν ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιότητες των φόρων, τις οποίες αδυνατεί από τη φύση του να περιλάβει το κριτήριο της φορολογικής βάσης. Τέτοια κριτήρια ταξινόμησης είναι ….
- Αμεσοι και έμμεσοι φόροι.
Ένα από τα κριτήρια που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι η ταξινόμηση των φόρων σε άμεσους φόρους και έμμεσους φόρους.
Τα κριτήρια ταξινομήσεις ενός φόρου ως άμεσου η έμμεσου δεν είναι ευδιάκριτα και συχνά υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις.
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι οι άμεσοι φόροι είναι εκείνοι οι φόροι που επιβάλλονται από την φορολογούσα αρχή :
α. Επί στοιχείων, που προσδιορίζουν άμεσα την φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, δηλαδή την οικονομική του δυνατότητα να πληρώνει τους φόρους στο κράτος και
β. Με την πρόθεση να επιβαρύνουν του πρόσωπο που είναι κατά νόμο υπόχρεο για την πληρωμή του φόρου πχ το φυσικό πρόσωπο που φορολογείται με ένα φόρο εισοδήματος υφίσταται μείωση του εισοδήματος , άρα ένας φόρος εισοδήματος είναι ένας άμεσος φόρος.
Κατά αντιδιαστολή, Έμμεσοι χαρακτηρίζονται οι φόροι οι οποίοι επιβάλλονται από το κράτος :
α. Επί στοιχείων, που αποτελούν ενδείξεις μόνο της φοροδοτικής ικανότητας του φορολογούμενου όπως είναι οι φόροι κατανάλωσης και
β. Με την πρόθεση να επιβαρύνουν τα πρόσωπα, με τα οποία συναλλάσσεται ο κατά νόμο υπόχρεος για την πληρωμή του φόρου στο Δημόσιο πχ ο έμπορος ποτών είναι κατά νόμο υπόχρεος να καταβάλει στο κράτος τον ειδικό φόρο οινοπνεύματος πλην όμως δεν υφίσταται προς τούτο μείωση των κερδών του, αλλά εισπράττει τους φόρους από τους καταναλωτές του αλκοόλ υψώνοντας ανάλογα το τίμημα πώλησης του προϊόντος.
Η πρόθεση όμως του φορολογικού νομοθέτη να επιβαρύνει τον κατά νόμο υπόχρεο για την καταβολή του φόρου στην περίπτωση των άμεσων φόρων ή τα πρόσωπα με τα οποία συναλλάσσεται ο κατά νόμο υπόχρεος ( στην περίπτωση των έμμεσων φόρων ), δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό που συμβαίνει στις σχέσεις μεταξύ των συναλλασσομένων.
Είναι δυνατόν δηλαδή , ο έμπορος ποτών όταν λειτουργεί σε μία αγορά η οποία είναι έντονα ανταγωνιστική , να μην καταφέρει από τις συνθήκες που επικρατούν στον ανταγωνισμό , να αυξήσει την τιμή .. τόσο … όσο με το φόρο που αυτός θα κληθεί να καταβάλει στο κράτος.
Συνεπώς, η δυνατότητα μετάθεσής του φορολογικού βάρους από τον κατά νόμο υπόχρεο σε τρίτους δεν αποτελεί ασφαλή βάση για τη διάκριση των φόρων σε άμεσους και έμμεσους.
- Διοικητική διάκριση των φόρων.
Με κριτήριο το είδος του δημόσιου φορέα – υπηρεσίας που είναι αρμόδιοι για την είσπραξη των φόρων, έχουμε φόρους της Κεντρικής διοίκησης, φόρους υπέρ των Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοίκησης ( δημοτικοί και κοινοτικοί φόροι ) και φόρους υπέρ των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης ( εισφορές κοινωνικής ασφάλισης π.χ ΙΚΑ ).
Μια τέτοια διάκριση παρουσιάζει ιδιαίτερα οικονομικό ενδιαφέρον σε χώρες που είναι οργανωμένες ομοσπονδιακά όπως για παράδειγμα είναι ο Καναδάς , γιατί η διάρθρωση και το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης σε κάθε μια πολιτεία ξεχωριστή του ομόσπονδου κράτους επηρεάζει την οικονομική συμπεριφορά των ιδιωτικών φορέων σε όλες τις άλλες Πολιτείες λόγω της ανυπαρξίας τελωνειακών ή συναλλαγματικών φραγμών.
Σε Ελλαδικό επίπεδο μπορούν να αναδείξουν την ουσιαστική πολιτική περί «τοπικής αυτοδιοίκησης» που εφαρμόζει η κάθε Κυβέρνηση .
Διότι η Πολιτεία , είτε επειδή «εμπιστεύεται» , είτε επειδή επιθυμεί την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης , δίνει ή μεταβιβάζει ή παραχωρεί , πόρους – φόρους από την «κεντρική διοίκηση» στον εκάστοτε «οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης» …. τόσο για την «είσπραξη» τους όσο και για την εκμετάλλευση των φόρων που θα συγκεντρώσει ….
- Προσωπικοί και απρόσωποι οι φόροι.
Ένα άλλο κριτήριο ταξινομεί τους φόρους σε προσωπικούς κι απρόσωπους.
Στους προσωπικούς φόρους, η φορολογούσα αρχή έρχεται σε άμεση επαφή με το φορολογούμενο, με την έννοια ότι λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος του εισοδήματος ή της περιουσίας, οι προσωπικές συνθήκες, η οικογενειακή κατάσταση, ο τρόπος κτήσης του εισοδήματος του φορολογούμενου κ.ο.κ . Στην κατηγορία αυτή υπάγονται ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο προσωπικός φόρος επί της δαπάνης, ο φόρος κληρονομιών κλπ.
Αντίθετα, οι απρόσωποι φόροι επιβάλλονται όχι σε «πρόσωπο» αλλά στις συναλλαγές ή πράγματα βάση αντικειμενικών κριτηρίων, όπου είναι π.χ το ύψος της δαπάνης που διενεργεί το νοικοκυριό για την αγορά ενός συγκεκριμένου αγαθού.
Συνεπώς, οι απρόσωποι φόροι , στους οποίους υπάγονται κατά κύριο λόγο οι φόροι κατανάλωσης , δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τις προσωπικές και λοιπές συνθήκες των φορολογούμενων , ούτε το ύψος του εισοδήματος ή τις περιουσίες του.