Διαγουμίζωadmin 8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔιαγουμίζω : Λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2006-09-08adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest