Διακωμωδώadmin 28 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔιακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2006-09-28adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest