Διεκπεραιώνωadmin 20 Φεβρουαρίου, 2008Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔιεκπεραιώνω : περατώνω, ολοκληρώνω εγασία με σειρά ενεργειών.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-02-20adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest