Δισχιδήςadmin 21 Μαΐου, 2008Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-05-21adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest