Δύσληπτοςadmin 2 Ιουλίου, 2008Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔύσληπτος : (τροφή) που λαμβάνεται από το στόμα με δυσκολία.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-07-02adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest