Δύστηκτοςadmin 21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΔύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-07-21adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest