Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ
admin 21 Ιουλίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
21 Ιανουαρίου, 2009