Εκπορθώadmin 11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό ΛεξικόShare Facebook Twitter Google + LinkedIn PinterestΕκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.300+ μοναδικοί Υπολογισμοί - Calculators ● VresKEP.gr ● Πολίτες & ΚΕΠ2008-11-11adminShare Facebook Twitter Google + LinkedIn Pinterest