Μενού

ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΣ

Λέξη που μεταχειριζόμαστε για έναν ορισμένο κύκλο ανθρώπων – κρατικών υπαλλήλων , διανοούμενων κλπ. – που προσκολλημένοι στην παράδοση και στο παλιό πνεύμα , κρατούν για τον εαυτό τους την αυθεντία και το κύρος για το καθετί, εμποδίζοντας την ανάδειξη άλλων ή τη βελτίωση πραγμάτων , που κακά βρίσκονται όπως είναι . Οι μανδαρίνοι του Υπουργείου , του Κλασικισμού κλπ. Η λέξη ήταν τίτλος των Κινέζων , Κορεατών κλπ. δημοτικών υπαλλήλων , που ζούσαν απομονωμένοι από τους άλλους .


Αφήστε μια απάντηση